Μέρος 1ο: ¨Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική¨.
Οδυσσέας Ελύτης
ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ: 14/03/2012
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΝΕΩΣΗ: 18/04/2015
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΝΕΩΣΗ: 18/04/2015
Γράφει Εὐάγγελος ὁ Σάμιος
Σχόλιο ΠΑΖΛ: Θα ξεκινήσω μία νέα σειρά αναρτήσεων με θέμα ¨Η Ελληνική γλώσσα¨.
Στο πρώτο μέρος θα γνωρίσουμε γενικά, ιστορικά και πληροφοριακά στοιχεία για την γλώσσα μας.
¨ Τη γλώσσα έδωκαν ελληνική
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου¨, αναφωνεί ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης
Αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός, ότι η γλώσσα αποτελεί το απαραίτητο μέσο με το οποίο ο άνθρωπος επικοινωνεί και γνωρίζει το περιβάλλον του. Σύμφωνα με τον Ethnologue, τον πιο ολοκληρωμένο κατάλογο, οι γλώσσες είναι 6.809. Επίσης πρέπει να παραδεχθούμε ότι η κάθε γλώσσα έχει την δική της αξία και την δική της ιστορία.
Η Ελληνική γλώσσα έχει συνεχή ιστορική παρουσία πλέον των 7.000 χρόνων. Ο δε Γεώργιος Σεφέρης γράφει· «Από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε την ίδια γλώσσα».
Πρέπει να διευκρινισθεί ότι τα Αρχαία Ελληνικά δεν αποτελούν ξένη γλώσσα για το σημερινό Έλληνα, όπως συμβαίνει με τα Αγγλοσαξωνικά για το σύγχρονο Άγγλο.
Η γλώσσα μας κατά την τουρκοκρατεία κινδύνευσε, αλλά χάριν της εκκλησίας παρέμεινε ζωντανή. Τι συμβαίνει όμως σήμερα στην ελεύθερη Ελλάδα; Δυστυχώς είναι μία χώρα, ίσως η μόνη, η οποία δεν προστατεύει στο σύνταγμά της, την γλώσσα της. Tο άρθρο 107 που υπήρχε στο Σύνταγμα του 1952 προέβλεπε το εξής: «Επίσημος γλώσσα τού κράτους είναι εκείνη στην οποία συντάσσεται το Πολίτευμα και της Ελληνικής Νομοθεσίας τα κείμενα. Πάσα προς παραφθορά αυτής επέμβαση απαγορεύεται». Εάν αύτη η διάταξη διετηρείτο και στο Σύνταγμα του 1975 θα είχαν αποφευχθεί τα σοβαρά πλήγματα, που υπέστη ή Γλώσσα μας και έτσι δεν θα φθάναμε στην σημερινή κακοποίηση και κατάντια της.
Ας δούμε τώρα την σχέση γλώσσα και απόδημου ελληνισμού. Ο Τζέιμς (Δημήτρης) Κουτρελάκος ψυχολόγος του Κολεγίου Χάντερ της Νέας Υόρκης προέβη σε μελέτη, της οποίας το πιο σημαντικό αποτέλεσμα είναι ότι οι κυριότεροι παράγοντες στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας στον Ελληνισμό της Αμερικής, είναι η πολιτιστική εκπαίδευση, η γλώσσα και η θρησκεία.
Στην συνέχεια ο Γιώργος Μπαμπινιώτης μας παραθέτει τις απόψεις του για τα γλωσσικά θέματα του 20ου και 21ου αιώνα.
Τίθεται το παρακάτω ερώτημα: ποίοι οι πραγματικοί σκοποί της υποβάθμισης της γλώσσας μας;
Τα επόμενα μέρη της σειράς ¨Η Ελληνική Γλώσσα¨, αισιοδοξώ να δώσουν απάντηση.
Διευκρινίζεται ότι στο τέλος του κειμένου υπάρχει η εν λόγω ανάρτηση στο slideshare. Έτσι διευκολύνονται όσοι επιθυμούν να διαβάζουν μακροσκελείς αναρτήσεις σε μορφή βιβλίου
Η Ελληνική γλώσσα έχει συνεχή ιστορική παρουσία πλέον των 7.000 χρόνων. Ο δε Γεώργιος Σεφέρης γράφει· «Από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε την ίδια γλώσσα».
Πρέπει να διευκρινισθεί ότι τα Αρχαία Ελληνικά δεν αποτελούν ξένη γλώσσα για το σημερινό Έλληνα, όπως συμβαίνει με τα Αγγλοσαξωνικά για το σύγχρονο Άγγλο.
Η γλώσσα μας κατά την τουρκοκρατεία κινδύνευσε, αλλά χάριν της εκκλησίας παρέμεινε ζωντανή. Τι συμβαίνει όμως σήμερα στην ελεύθερη Ελλάδα; Δυστυχώς είναι μία χώρα, ίσως η μόνη, η οποία δεν προστατεύει στο σύνταγμά της, την γλώσσα της. Tο άρθρο 107 που υπήρχε στο Σύνταγμα του 1952 προέβλεπε το εξής: «Επίσημος γλώσσα τού κράτους είναι εκείνη στην οποία συντάσσεται το Πολίτευμα και της Ελληνικής Νομοθεσίας τα κείμενα. Πάσα προς παραφθορά αυτής επέμβαση απαγορεύεται». Εάν αύτη η διάταξη διετηρείτο και στο Σύνταγμα του 1975 θα είχαν αποφευχθεί τα σοβαρά πλήγματα, που υπέστη ή Γλώσσα μας και έτσι δεν θα φθάναμε στην σημερινή κακοποίηση και κατάντια της.
Ας δούμε τώρα την σχέση γλώσσα και απόδημου ελληνισμού. Ο Τζέιμς (Δημήτρης) Κουτρελάκος ψυχολόγος του Κολεγίου Χάντερ της Νέας Υόρκης προέβη σε μελέτη, της οποίας το πιο σημαντικό αποτέλεσμα είναι ότι οι κυριότεροι παράγοντες στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας στον Ελληνισμό της Αμερικής, είναι η πολιτιστική εκπαίδευση, η γλώσσα και η θρησκεία.
Στην συνέχεια ο Γιώργος Μπαμπινιώτης μας παραθέτει τις απόψεις του για τα γλωσσικά θέματα του 20ου και 21ου αιώνα.
Προσωπικά
δεν καταλαβαίνω, γιατί η καθολική επιστροφή στο πολυτονικό είναι
εξωπραγματική. Περιορίζεται δε το θέμα στην ευαισθησία και την «αισθητική
της γραφής», που νιώθουν αρκετοί άνθρωποι, ευτελίζοντας έτσι την πραγματική
αξία του πολυτονικού. Αντίθετα ξένοι όπως ο Juan Jose Puhana Arza
(Βάσκος Ελληνιστής και πολιτικός) αναφέρει ότι «Οφείλουμε
να διακηρύξουμε ότι δεν έχει υπάρξει στον κόσμο μία γλώσσα, η οποία να δύναται
να συγκριθεί με την κλασσική Ελληνική». Αλήθεια, γιατί εμείς να
παραμείνουμε σε κάποια κατώτερη ¨έκδοσή¨ της, η οποία μάλιστα επεβλήθη με
περίεργες διαδικασίες;
Τίθεται το παρακάτω ερώτημα: ποίοι οι πραγματικοί σκοποί της υποβάθμισης της γλώσσας μας;
Τα επόμενα μέρη της σειράς ¨Η Ελληνική Γλώσσα¨, αισιοδοξώ να δώσουν απάντηση.
Διευκρινίζεται ότι στο τέλος του κειμένου υπάρχει η εν λόγω ανάρτηση στο slideshare. Έτσι διευκολύνονται όσοι επιθυμούν να διαβάζουν μακροσκελείς αναρτήσεις σε μορφή βιβλίου
Έχουμε λοιπόν τις παρακάτω ενότητες:
1. Τη γλώσσα έδωσαν ελληνική (Οδυσσέας Ελύτης).
2. Τι είναι γλώσσα ( wikipedia)
3. Η αξία της γλώσσας στην επικοινωνία των ανθρώπων (Μαρία Λασσιθιωτάκη).
4. Το αυτόχθον της ελληνικής γλώσσας και η ιστορική απάτη (Ιωάννης Ασλανίδης).
5. Η διαχρονικότητα της Ελληνικής Γλώσσας (Χαρίκλεια Κ. Κοσεγιάν).
6. H γλωσσική κληρονομιά μας (Από τον Όμηρο έως σήμερα) - Στρατηγός ε.α. Δ. Σκαρβέλης.
7. Ἡ Ἐκκλησία ἔσωσε τὴν Ἑλληνικὴ γλώσσα ( π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ).
8. Η προστασία της Ελληνικής γλώσσας στην διαδρομή της ιστορίας και η σύγχρονη δολοφονία της (Αντώνιος Α. Αντωνάκος).
9. Οι παράγοντες που διατηρούν τον Ελληνισμό στην Αμερική. Θρησκεία, Γλώσσα και Πολιτιστική εκπαίδευση (Εθνικός Κήρυξ).
10. Η ελληνική γλώσσα στον 21ο αιώνα· παρελθόν και μέλλον (Γιώργος Μπαμπινιώτης).
1. "Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική"
http://www.youtube.com/watch?v=55u6MbJiwfc
"Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική"
Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου...
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...
Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη...
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη...
Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχροινοί, θείοι κ' εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια.
Και πνοές από τη ρεμματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι...
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!..
Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια
στο χώμα το στρωμένο με τ' αμπελομάντιλα ,
κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστός Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων!
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου...
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου !..
Οδυσσέας Ελύτης
από το Άξιον Εστί
2. Τι είναι γλώσσα.
Ο όρος γλώσσα έχει ευρύτητα χρήσεων. Χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθούμε στη φυσική γλώσσα του ανθρώπου.
Γίνεται όμως αναφορά του όρου και σε περιπτώσεις τεχνητών και μη ανθρώπινων σημειακών συστημάτων (μιμόγλωσσα, τυπικές γλώσσες των μαθηματικών και της πληροφορική, γλώσσες προγραμματισμού, συστήματα επικοινωνίας ζώων κ.λπ.). Υπάρχει επίσης και η χρήση του όρου σε συγκεκριμένες ομιλούμενες γλώσσες (αγγλική, σουαχίλι, κινεζική, αλβανική, ελληνική κ.λπ.).
Η φυσική διαδικασία απόκτησης μιας γλώσσας, που συμβαίνει κατά τα 4-5 πρώτα χρόνια ζωής του ανθρώπου, αναφέρεται ως μητρική και είναι η φυσική εξέλιξη του ανθρώπου. Η γλώσσα γίνεται το απαραίτητο πλέον μέσο με το οποίο ο άνθρωπος επικοινωνεί και γνωρίζει το περιβάλλον του. Με μια ολοκληρωμένη γλωσσική αγωγή, ο ομιλητής κάθε γλώσσας είναι σε θέση να συνδυάζει τη γνώση του συστήματος της γλώσσας, για την παραγωγή και την πρόσληψη μηνυμάτων.
Πιστεύεται, ότι δεν υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον όρο γλώσσα, με τη σημασία της συγκεκριμένης εθνικής γλώσσας, και στον όρο διάλεκτος. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Max Weinrich, «γλώσσα είναι μια διάλεκτος με στρατό και στόλο», ενώ —σύμφωνα με άλλη διατύπωση— «διάλεκτος είναι μια ηττημένη γλώσσα και με άλλη διατύπωση» δεν υπάρχουν πρότυπες γλώσσες και διάλεκτοι τους , απλώς υπάρχει μια γλώσσα πλούσια όπου μια έννοια μπορεί να αποδοθεί με διαφορετικούς τρόπους και ακόμα μια άλλη διατύπωση λέει πως «όλες οι γλώσσες του κόσμου, σε όλους τους καιρούς, είναι διάλεκτοι μιας πρώτης κοινής γλώσσας που πριν χιλιάδες χρόνια ήτο παγκόσμια γλώσσα». Όλες οι διατυπώσεις είναι το ίδιο ορθές ή λανθασμένες, αφού ακόμα καμιά δεν έχει επαληθευθεί.
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%BB%CF%8E%CF%83%CF%83%CE%B1
3. Η αξία της γλώσσας στην επικοινωνία των ανθρώπων.
Η αξία της γλώσσας ΔΙΑΒΑΣΤΕ εδώ: http://www.2search.gr/psychology/view.asp?article=31&catid=5&nav=0
4. Το αυτόχθον της ελληνικής γλώσσας και η ιστορική απάτη.
«Είχε πλείστους τρόπους να θωπεύει την ακοήν
και να γοητεύει τα πνεύματα». (ΟΜΗΡΟΣ)
Από τους αρχαιοτάτους εκείνους χρόνους, οι Έλληνες διηρημένοι σε διάφορες πολιτείες, διαμορφώνουν πρώτα την γλώσσα των. Από τις διαλέκτους των διαφόρων Ελληνικών φύλων, εγεννήθη η Εθνική γλώσσα των Ελλήνων και η κοινότης θρησκείας και γλώσσας εδημιούργησαν το Έθνος των Ελλήνων με τον λαμπρόν πολιτισμό.
Η Ελληνική γλώσσα ομιλείτο κατά τα μέσα της 2ας π.Χ. χιλιετίας, ευρίσκετο δε σε υψηλό επίπεδο τελειότητος. Αλλά για να φθάσει εκεί είχε υποστεί, επιμελή πολιτιστική διεργασία πολλών χιλιετιών, όπως ανέφερε στο παρελθόν σε Συνέδριο της Εταιρείας των Ελλήνων δημοσιολόγων, ο Ακαδημαϊκός και αντιπρόεδρος αυτής, Στρατηγός Αχιλλέας Τάγαρης.
Στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να τεκμηριώσουμε την Ιστορική συνέχεια και το αυτόχθον της Ελληνικής Γλώσσας.
ΠΡΩΤΟΝ:
- Η Ελληνική είναι η μόνη γλώσσα στον Κόσμο που ομιλείται και γράφεται συνεχώς επί 4.000 τουλάχιστον συναπτά έτη. Μπορεί κάποιος να διαφωνήσει και να πει ότι τ’ αρχαία και τα νέα Ελληνικά είναι διαφορετικές γλώσσες, κάτι τέτοιο βέβαια είναι σήμερα τελείως αναληθές.
- Ο Οδυσσέας Ελύτης είπε· «Εγώ δεν ξέρω να υπάρχει παρά μία μόνο γλώσσα, η ενιαία Ελληνική γλώσσα. Συνεχίζει ο Έλληνας Ποιητής «Σήμερα λέμε ο Ουρανός, η Θάλασσα, ο Ήλιος, η Σελήνη, ο άνεμος όπως έλεγαν η Σαπφώ (600 π.Χ.) και ο Αρχίλοχος (740 π.Χ.)».
- Ο Μεγάλος Δάσκαλος του γένους Αδαμάντιος Κοραής είχε πει· «Όποιος χωρίς την γνώση της Αρχαίας ελληνικής γλώσσας, επιχειρεί να μελετήσει και να ερμηνεύσει την Νέα, ή απατάται ή απατά».
- Ο δε Γεώργιος Σεφέρης γράφει· «Από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε την ίδια γλώσσα».
- Παρόλο που πέρασαν χιλιάδες χρόνια, όλες οι ομηρικές λέξεις έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα. Οι περισσότερες διατηρήθηκαν ατόφιες όπως: Άνδρα, πολύπλοκο, άνθρωπος, πολλών, πόλεμος, άρμα, φάλανξ, ξίφος, θώραξ κ.λπ., χιλιάδες λέξεις μπορούμε ν’ αριθμήσουμε εδώ. Και! άλλες Ομηρικές λέξεις έχουν μείνει στην γλώσσα μας μέσω των παραγώγων των. Μπορεί σήμερα να λέμε «Νερό» αντί «ύδωρ», αλλά η ομηρική λέξη έχει παραμείνει διά των παραγώγων της, όπως υδροφόρα, υδραγωγείο, αφυδάτωση κ.λπ. Μπορεί σήμερα να μην χρησιμοποιούμε το ρήμα «δέρκω» (βλέπω), αλλά χρησιμοποιούμε την λέξη, οξυδερκής. Μπορεί επίσης να μη χρησιμοποιούμε την λέξη «αυδή» (φωνή), χρησιμοποιούμε όμως την λέξη «άναυδος». Τα παραδείγματα που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εδώ είναι ασφαλώς αμέτρητα.
- Η λεγόμενη πανάρχαια γραφή, «Γραμμική Β», είναι καθαρά Ελληνική και είναι ο γνήσιος πρόγονος της Αρχαίας Ελληνικής. Ο Άγγλος αρχιτέκτονας Μάικλ Βέντρις αποκρυπτογράφησε βάση κάποιων ευρημάτων την γραφή αυτή και απέδειξε την Ελληνικότητά της. Το γεγονός αυτό έχει τεράστια σημασία, διότι πάει τα ελληνικά αρκετούς αιώνες ακόμη πιο πίσω στα βάθη της Ιστορίας. Η Γραφή αυτή χρησιμοποιεί μερικά σύμβολα διαφορετικά από το Ελληνικό Αλφάβητο, παρ’ όλα αυτά η προφορά είναι παραπλήσια, ακόμη και με τα Νέα Ελληνικά. Π.χ. η λέξη «TOKOSOTA» σημαίνει «τοξότα» (κλητική). Είναι γνωστό ότι «Κ» και «Σ» στα Ελληνικά μας κάνουν το «Ξ», έτσι βλέπουμε ότι και η λέξη αυτή εδώ και τόσες χιλιετίες δεν άλλαξε καθόλου. Ακόμη πιο κοντά στην Νεοελληνική, είναι η λέξεις της Γραμμικής Β’, ANEMO, RAPTE, EREMO, TEMENO, που είναι οι αντίστοιχες «Άνεμος», «Ράπτης», «Έρημος» και «Τέμενος», πάρα πολλά παραδείγματα μπορούμε να πούμε και εδώ.
- Υπολογίζοντας έστω και με τις συμβατικές χρονολογίες οι οποίες τοποθετούν τον Όμηρο γύρω στο 1.000 π.Χ. νομίζω έχουμε το δικαίωμα να ρωτήσουμε: Πόσες χιλιετίες χρειάστηκε η γλώσσα μας από την εποχή που οι άνθρωποι των σπηλαίων του Ελληνικού χώρου την πρωτοάρθρωσαν με μονοσύλλαβους φθόγγους μέχρι να φθάσει στην εκπληκτική τελειότητα της Ομηρικής επικής διαλέκτου, με λέξεις όπως «Ροδοδάκτυλος» (ρόδινα δάκτυλα), «λευκώλενος» (άσπρα μπράτσα – επίθετο της θεάς Ήρας), «ωκύμορος» (προώρως αποθνήσκων), κ.λπ.;
- Ο Πλούταρχος (βιογράφος-φιλόσοφος εκ Βοιωτίας, 46-120 μ.Χ) στο «Περί Σωκράτους δαιμονίου» μας πληροφορεί ότι ο Αγησίλαος (Βασιλεύς και Στρατηγός της Σπάρτης 444-369 π.Χ.) ανακάλυψε στην Αλίαρτο της Βοιωτίας τον τάφο της Αλκμήνης, της Μητέρας του Ηρακλή, ο οποίος τάφος είχε ως αφιέρωμα «Πίνακα Χαλκούν έχοντα γράμματα πολλά θαυμαστά, παμπάλαια…».
Φανταστείτε περί πόσο παλαιάς γραφής πρόκειται, αφού οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες την χαρακτηρίζουν «αρχαία».
- Επίσης: Ασφαλώς δεν στέκεται με την λογική, «από το πουθενά» να εμφανισθεί ένας Όμηρος και να γράφει δύο λογοτεχνικά αριστουργήματα. Είναι προφανές ότι από πολύ πιο πριν πρέπει να υπήρξε γλώσσα με γραφή υψηλού επιπέδου.
- Πράγματι, από την αρχαία Ελληνική Γραμματεία γνωρίζουμε ότι ο Όμηρος δεν υπήρξε ο πρώτος, αλλά ο τελευταίο και διασημότερος μιας μεγάλης σειράς επικών ποιητών τα ονόματα των οποίων έχουν διασωθεί (Κρεώφυλος, Πρόδικτος, Αρκτίνος, Αντίμαχος, Κιναίθων, Καλλίμαχος) καθώς και τα ονόματα πολλών έργων των (Φορωνίς, Φωκαΐς, Δαναΐς, Αιθιοπίς, Επίγονοι, Οιδιπόδεια, Θήβαις κ.ά.), δυστυχώς όμως, δεν έχουν διασωθεί τα ίδια τα κείμενά των.
Επομένως, μετά από τα παραπάνω καταδεικνύεται η ιστορική συνέχεια της Ελληνικής Γλώσσας εδώ και 7.000 χρόνια.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ:
Επειδή μπορεί κάποιος, σήμερα, διαβάζοντας αφ’ ενός την ελληνική εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς», την οποία και εγώ δυστυχώς συμβουλεύομαι για πολλά πράγματα και αφ’ ετέρου διάφορα προπαγανδιστικά δημοσιεύματα, να μας πει ότι το Ελληνικό Αλφάβητο είναι Φοινικικής προελεύσεως. Γι’ αυτήν την άποψη μπορούμε σήμερα κατηγορηματικά να πούμε ότι πρόκειται για μια χονδροειδή ιστορική απάτη.
Μπορούμε σήμερα μετά βεβαιότητος να πούμε τέτοιες αντι-επιστημονικές θεωρίες, είναι προ πολλού ξεπερασμένες, διότι η αξιοπιστία των έχει πλέον σοβαρά κλονισθεί, από τα διάφορα σήμερα αρχαιολογικά ευρήματα. Για τα όσα μαρτυρούν τα ιστορικά στοιχεία θα αναφερθούμε στοιχειωδώς στην συνέχεια.
Μέσα στην Φοινικική Γραμμική Γραφή που αποτελείται από 22 χαρακτήρες που αντιπροσωπεύουν συλλαβές μόνο τέσσερα γράμματα ομοιάζουν με ελληνικά γράμματα, ήτοι: Ζ = Zaxin = όπλο, Δ = Daleth = Πόρτα, Φ = Qoph = Πίθηκος και Ο = Αyin = οφθαλμός, Τα υπόλοιπα είναι τελείως διαφορετικά.
Οι Αρχαιολογικές ανασκαφές που έλαβαν χώρα κατά καιρούς στον Ελλαδικό χώρο, δίδουν τεκμηριωμένα την χαριστική βολή στην Ιστορική απάτη ότι η Ελληνική γραφή προέρχεται από την Φοινικική διότι αποδεικνύεται ότι, οι Έλληνες από αρχαιοτάτων χρόνων έγραφαν όχι μόνο τις συλλαβικές Γραμμική Α και Γραμμική Β γραφές τους, αλλά και ένα είδος γραφής πανομοιότυπης με εκείνη του σημερινού Αλφαβήτου, εδώ και 6.000 π.Χ. Παρακάτω αναφέρομαι στοιχειωδώς σε μερικά από τα ευρήματα των Ερευνών και την σημασία αυτών:
• Στην νησίδα «Γιούρα» των Βορείων Σποράδων, βρέθηκε στο σπήλαιο του Κύκλωπα, από τον αρχαιολόγο Ν. Σαμσών κεραμικό θραύσμα που χρονολογήθηκε το 5.500 – 6.000 π.Χ., το οποίο φέρει καθαρά πάνω του εγχάρακτα τα γράμματα «Α», «Δ», και «Υ»,
• Στα ανευρεθέντα σε ανασκαφές «Πρωτοκυκλαδικά αγγεία» στη Μήλο, τα οποία είναι της 3ης π.Χ. χιλιετίας, διακρίνουμε τα πανομοιότυπα γράμματα του Ελληνικού Αλφαβήτου, ήτοι: «Μ», «Ν», «Κ», «Χ», «Ξ», «Π», «Ο», και «Ε».
• Στο Δισπηλιό Καστοριάς, ο Καθηγητής κ. Γεώργιος Χουρμουζιάδης ανέσυρε από την λίμνη, μεταξύ πολλών άλλων «Επιγραφή Πινακίδα», με γράμματα πανομοιότυπα με τα σημερινά, η οποία χαρακτηρίσθηκε, η πρώτη γραφή του κόσμου, αφού χρονολογείται από τον Δημόκριτο, βάσει της μεθόδου του «Άνθρακα 14» με απόλυτη ακρίβεια στο 5.250 π.Χ.
• Στις ανασκαφές της Φαιστού της Κρήτης, ευρέθησαν σύμβολα τα οποία είναι τυπωμένα με κινητά στοιχεία (δηλ. Σφραγίδες) και γι’ αυτό το εύρημα αυτό θεωρείται το αρχαιότερο δείγμα τυπογραφείου του Κόσμου.
• Οι αμφιβολίες για την μη προτεραιότητα των φοινίκων έναντι των Ελλήνων στην ανακάλυψη της γραφής, έγιναν βεβαιότητα όταν, το 1989 στο υπ’ αριθ. 16 τεύχος του αρχαιολογικού περιοδικού «NESTOR», το οποίο εκδίδεται από το Πανεπιστήμιο της Ινδιάνας ο Καθηγητής Πωλ Φωρ (διεθνής αυθεντία της προϊστορικής αρχαιολογίας), και μετά από τις ανασκαφές που έγιναν στα κυκλώπεια τείχη των Πιλικάτων της Ιθάκης, δημοσίευσε ανακοίνωση στην οποία παραθέτει αποκρυπτογραφίσεις, πινακίδων από Όστρακα που ευρέθησαν, Ελληνικής Γραμμικής Γραφής, χρονολογημένες με σύγχρονες μεθόδους στο 2.700 π.Χ.. Έτσι αποδεικνύει ότι, εκεί μιλούσαν ελληνικά και έγραφαν ελληνικά. Σ’ αυτές δε διαβάζει κανείς τις φράσεις: «Νύμφη με έσωσε» και «ιδού εγώ ο Αρεάδης δίδω εις την άνασσα θεά Ρέα 100 αίγες, 10 πρόβατα…».
Η θεωρία ότι το Αλφάβητο είναι εφεύρεση των Φοινίκων συντηρήθηκε εκτός των άλλων, με το επιχείρημα ότι ορισμένα σύμβολα της φοινικικής γραφής μοιάζουν με τα αλφαβητικά γράμματα. Το επιχείρημα αυτό φαινόταν ισχυρό μέχρι προ 100 ετών περίπου, όταν οι γλωσσολόγοι και οι ιστορικοί ισχυρίζονταν ακόμη ότι οι Έλληνες δεν εγνώριζαν γραφή προ του 800 π.Χ. Ο ισχυρισμός αυτός διατηρήθηκε μέχρις ότου το 1900 μ..Χ. ο Αρθούρος Έβανς ανέσκαψε την Ελληνική Μινωική Κρήτη και ανακάλυψε τις Ελληνικές Γραμμικές Γραφές, των οποίων σύμβολα ήταν ως σχήματα, πανομοιότυπα προς τα 17 τουλάχιστον εκ των 24 γραμμάτων του σημερινού Ελληνικού Αλφαβήτου. Υπ’ όψιν ότι! τα αρχαιότερα αυτά δείγματα των Ελληνικών γραφών (Γραμμική Α και Β), επίσης ευρέθησαν σε ανασκαφές στην Πύλο, στις Μυκήνες, στο Μενίδι, στη Θήβα, αλλά και σε βορειότερες περιοχές της Ελλάδος και χρονολογήθηκαν πριν από 1.500 π.Χ.
Πρώτος είναι ο ΕΒΑΝΣ ο οποίος στο έργο του Scripta Minoa απεκάλυψε την ιστορική αυτή απάτη δηλ. ότι οι Έλληνες έλαβαν την γραφή από τους Φοίνικες και διατύπωσε την επιστημονική του άποψη ότι μάλλον το αντίθετο συνέβη. Καθ’ όσον οι Φοίνικες, και η γραφή των εμφανίζονται στην Ιστορία, όχι πριν το 1300 π.Χ. και ότι είναι ιστορικά εξακριβωμένο Έλληνες εκ Κρήτης μετοίκησαν στην Ανατολική Μεσόγειο.
- Το πρώτο παράδοξο που θέλω ν’ αναφέρω για εμάς τους Έλληνες είναι: Ότι! ακόμη και σήμερα διδάσκεται στα Ελληνικά Σχολεία η άποψη ότι τα χρόνια του Ομήρου 100-200 χρόνια μετά τον Τρωικό πόλεμο (1.100 π.Χ. κατά τον Ηρόδοτο) δεν υπήρχε γραφή και συνεπώς τα δύο έπη (Ιλιάδα και Οδύσσεια) μεταφέροντο από γενεά σε γενεά προφορικώς. Η άποψη αυτή μόνο και μόνο βάσει της κοινής λογικής είναι απορριπτέα.
- Το δεύτερο που μετά λύπης μου θέλω να επισημάνω είναι: Δυστυχώς γράφει η Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ Τομ. 5 σελ. 603 στο Κεφ. Αλφάβητον «… Κατά την αρχαιότητα εις το στάδιον τούτο της γραφής έφθασαν μόνον οι Σιμήται δια του φοινικικού. Αλφάβητον το οποίο απετέλεσε, την βάσιν του Ελληνικού αλφαβήτου των Ιστορικών χρόνων… τούτο τροποποιηθέν καταλλήλως και προσαρμοσθέν εις τας ανάγκας της Ελληνικής, χρησιμοποιείται μέχρι σήμερον· διαδοθέν δε εις τας ευρωπαϊκάς χώρας απετέλεσε την βάσιν των πλείστων εκ των εν χρήσει αλφαβήτων…».
Και! αυτό το γράφει Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, δηλ. οι Σιμήτες δια του φοινικικού Αλφαβήτου εδημιούργησαν την Ελληνική γραφή. Έλεος. Ουδέν σχόλιον.
http://namarizathema.blogspot.com/2011/04/blog-post_8846.html
http://www.apodimos.com/arthra/08/Dec/ELLHNIKH_GLOSSA_H_GLOSSIKH_KLHRONOMIA_MAS/index.htm
5. Η διαχρονικότητα της Ελληνικής Γλώσσας.
Ομιλία στο συνέδριο της Στέγης Γραμμάτων Και Τεχνών Δωδεκανήσου σε συνεργασία με την Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά με θέμα: «Η παιδαγωγική αξία της Ελληνικής Γλώσσας»
September 21, 2007 By: Χαρά Κοσεγιάν
Ομιλία στο συνέδριο της Στέγης Γραμμάτων Και Τεχνών Δωδεκανήσου σε συνεργασία με την Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά με θέμα: «Η παιδαγωγική αξία της Ελληνικής Γλώσσας»
Ρόδος, 13-5-2006
Χαρά Κοσεγιάν, δ.φ. Πανεπιστημίου Αθηνών
Κυρίες και κύριοι,
Η συζήτηση για την ελληνική γλώσσα παραμένει πάντοτε επίκαιρη κι οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα κι αυτό ισχύει όχι μόνο γιατί συμβαίνουν συχνά παλινωδίες και πισωγυρίσματα στις απόψεις των φιλολόγων, των γλωσσολόγων ή ακόμα και των οποιονδήποτε ενδιαφερομένων για τη γλώσσα που εκφράζουν θεμιτά και δικαίως μεν, τις απόψεις τους, κάνοντας λόγο όμως εντελώς ατεκμηρίωτα για δύο διαφορετικές γλώσσες, τα Αρχαία και τα Νέα Ελληνικά, αλλά γιατί, ακόμα κι αν παραδεχτούμε, ότι στο επίπεδο της κατάκτησης της γλώσσας από τους Νεοέλληνες –κατανόηση, χρήση, λεξιλογικό πλούτο, ορθογραφία- τα πράγματα είναι υπέροχα –που δεν είναι- φροντίζουμε για να έχουμε.
Δεν θα μιλήσω για λεξιπενία, ούτε για γλωσσική παρακμή. Δεν είμαστε «γλωσσαμύντορες», ούτε κινδυνολόγοι συλλήβδην για τη γλώσσα που γράφεται διδάσκεται και ομιλείται . Μακριά από μένα οι δαιμονοποιήσεις και οι αφορισμοί. Δεν θα μιλήσω φυσικά για απόρριψη της Νέας Ελληνικής, ούτε για κατάργηση της δημοτικής. Φέτος γιορτάζουμε τα 30 χρόνια από την καθιέρωση της Νεοελληνικής, της απλούστερης γλώσσας του προφορικού λόγου των Ελλήνων, ως επίσημης γλώσσας του κράτους μας κι είναι μια επέτειος που πρέπει να προσέχουμε ιδιαίτερα και να τιμούμε, διότι με αυτήν ήρθε να μπει τέλος στο ολέθριο γλωσσικό ζήτημα, τη γλωσσική σύγχυση, που ταλάνισε τη χώρα από την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους το 1830 και για ενάμιση αιώνα περίπου.Τη γλώσσα όμως πρέπει να μπορούμε να τη δούμε από δύο βασικές οπτικές γωνίες, στη συγχρονική της διάσταση, απλωμένη οριζόντια στο χρόνο και στις τοπικές ιδιολέκτους και στη διαχρονική της διάσταση, κάθετα στο χρόνο, εκτεθειμένη στην εξέλιξή της. Η διαχρονική προσέγγιση της Ελληνικής γλώσσας αποκαλύπτει δύο καίριες διαστάσεις της: α) την οικουμενικότητα της Ελληνικής. β) τον ενιαίο χαρακτήρα της. Η οικουμενικότητα της Ελληνικής – επισημαίνει ο Γ. Μπαμπινιώτης – οφείλεται στο υψηλό γόητρο που απέκτησε διεθνώς μέσα από τα κείμενα της επιστήμης, της λογοτεχνίας και του εν γένει στοχασμού της αρχαιότητας. Οφείλεται επίσης στη λειτουργία της, επί Μ. Αλεξάνδρου, ως διεθνούς γλώσσας του πολιτισμού και του εμπορίου, στο κύρος της ως γλώσσας της βυζαντινής αυτοκρατορίας στον Μεσαίωνα, στην αίγλη της ως γλώσσας του πνεύματος στην Αναγέννηση, στην καθιέρωσή της ως γλώσσας της διεθνούς επιστημονικής ορολογίας και στην ισχύ που απέκτησε ως επίσημη γλώσσα της νέας θρησκείας, του χριστιανισμού. Με τον όρο ενιαίο χαρακτήρα Ελληνικής γλώσσας εννοούμε ότι ο ίδιος λαός, οι Έλληνες, στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, την Ελλάδα, μιλάει χωρίς διακοπή 40 αιώνες τώρα και επίσης γράφει -με την ίδια γραφή (από τον 8ο π.Χ. αι.) και την ίδια ορθογραφία (από το 400 π.Χ.)- την ίδια γλώσσα, την Ελληνική. Αυτό βεβαίως είναι γνωστό.
Τα προβλήματα ξεκινούν με την υιοθέτηση της οποιασδήποτε μονομέρειας. Αν περιοριστούμε –για παράδειγμα- στη συγχρονική διάσταση τότε θα μιλήσουμε όχι μόνο για δύο ξεχωριστές γλώσσες, τα Αρχαία και τα Νέα, αλλά για πολύ περισσότερες. Την ελληνιστική, τη Βυζαντινή, τη μεσαιωνική και ίσως και άλλες. Ωστόσο, πρέπει να προσέξουμε ότι στα Ελληνικά δεν δημιουργήθηκε κάποιο ρήγμα, όπως συνέβη , για παράδειγμα, στις Λατινικές και τις Ρωμανικές γλώσσες.
Τα Αρχαία Ελληνικά δεν αποτελούν ξένη γλώσσα για το σημερινό Έλληνα, όπως συμβαίνει με τα Αγγλοσαξωνικά για το σύγχρονο Άγγλο, επισημαίνει ο Browning. Ξεκινούμε έτσι από λογικές αυτονομίας και φτάνουμε πολύ μακρύτερα, να μιλούμε για «διγλωσσία», αποκηρύσσοντας τη σχέση ΑΕ και ΝΕ ως μη υπάρχουσα, κάνοντας ακόμα λόγο και για «διαχρονικό δανεισμό» της νέας από την αρχαία εμμένοντας και υπογραμμίζοντας τις διαφορές ανάμεσα στις δύο γλωσσικές μορφές και όχι τα κοινά τους στοιχεία. Κι έτσι φτάνουμε στην αντίπερα όχθη, σε ένα σύγχρονο αποκλεισμό. Η πόλωση αυτή δημιουργεί την εντύπωση ότι έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικές γλώσσες, για «διγλωσσία», ενώ στην ουσία μιλούμε για «διμορφία» ή «δι-υφία», για μια δομικά ενιαία δηλαδή γλώσσα, η οποία επιφανειακά διαφοροποιείται. «Δυο διαφορετικές γλώσσες δεν θα μπορούσαν ποτέ να συναντηθούν και να δημιουργήσουν δομικώς ενιαία μορφή, όπως είναι η σύγχρονη καθομιλουμένη», υποστηρίζει ο κ. Μπαμπινιώτης. «Η διαφοροποίηση, δε, που μπορεί να σημαίνει και εξέλιξη και αλλαγή, είναι πολύ φυσική και ορθή, διότι η γλώσσα από τη φύση της είναι ένας βαθύτατα εξελικτικός θεσμός. Αυτό εξηγεί το γιατί όταν κοιτάξεις από απόσταση δύο διαφορετικές μορφές της γλώσσας που απέχουν και χρονικά μεταξύ τους σου φαίνονται ολότελα ξένες η μία προς την άλλη. [[[ Ένας φίλος το έδωσε ιδιαίτερα παραστατικά. Βλέπουμε δυο φωτογραφίες ενός μικρού κοριτσιού και μιας μεγάλης γυναίκας. Φαίνονται δυο τελείως διαφορετικά άτομα. Είναι όμως φωτογραφίες της ίδιας γυναίκας. Φωτογραφίσαμε όμως τη στιγμή και κάναμε το λάθος να μην αναζητήσουμε τη σχέση. Έτσι και με τη γλώσσα.]]]] Βλέποντας τις δυο μορφές της, ξεχνούμε, ή για κάποιους δυσνόητους λόγους δεν θέλουμε να θυμόμαστε, πως είναι δυο στιγμές στην ίδια γραμμή, πως πρόκειται για την ίδια ευθεία. Από κεί και πέρα, είναι πολλά τα κοινά στοιχεία, σε όλα τα επίπεδα της γλώσσας, ώστε να μην μπορούμε να μιλήσουμε για διγλωσσία. Στο φωνολογικό αρχικά επίπεδο, παρότι έχουμε την επικράτηση των τύπων φτωχός αντί πτωχός, χτίζω αντί κτίζω, ή χτες αντί χθες, έχουμε ένα μεγάλο σώμα λέξεων όπως οι : πτώμα, αίσθήμα, αφθονία, οπτικός, εκτιμώ, ασθενής, αυτοκτονία, που δείχνουν επηρεασμό από τη λόγια παράδοση.
Στη συνέχεια, αν και στο μορφολογικό επίπεδο, η κλίση του ονόματος και του ρήματος έχουν απλοποιηθεί σημαντικά στην ΚΝΕ, στο συντακτικό επίπεδο η δομή της ΝΕ είναι μάλλον προϊόν συνθέσεως με έντονη τη λόγια παρουσία. Εκεί όμως που η συνάντηση των δύο γλωσσικών μορφών, της σύγχρονης και της παλαιότερης, είναι γεγονός, είναι το λεξιλόγιο. Η σύγχρονη γλώσσα προκειμένου να ανταποκριθεί με οικονομία και πληρότητα στις επικοινωνιακές της ανάγκες, εκτός από τις νεόπλαστες λέξεις ή τα ξένα δάνεια, επέλεξε, συνέθεσε και αξιοποίησε στοιχεία, που ξεκινούν από την αρχαία μορφή, μέσα από τα κληρονομημένα στοιχεία , τα οποία δεν είναι ένας μικρός αριθμός τύπων, αλλά ενας τεράστιος όγκος, και αποτελούν αυτό ακριβώς που ονομάζουμε «συνέχεια» της Ελληνικής γλώσσας. Και δεν πρόκειται βεβαίως για υποτίμηση της ΝΕ έναντι της ΑΕ- όσο κι αν αυτό είναι το μόνιμο επιχείρημα και η απόλυτη βεβαιότητα κάποιων που προσπαθούν να ερμηνεύσουν γιατί κάποιοι άλλοι –εμείς εν προκειμένω- δεν αρνούμαστε την αποδοχή και αναγνώριση πρωιμότερων μορφών της γλώσσας μας μέσα στη σύγχρονη πραγματικότητα . Έτσι ώστε τα παιδιά μας να χαίρονται τον Παπαδιαμάντη στη γλώσσα που γράφτηκε, γιατί σε αυτή τη γλώσσα το τραγούδησε ο συγγραφέας κι έχουμε εκείνη τη μουσικότητα στα αυτιά μας «του χορευτού και νανουρισμένου ύπνου» κάθε φορά που βυθιζόμαστε στις εικόνες του κι όχι να χρειάζεται να κυκλοφορήσει στη σύγχρονη απόδοση για να τον διαβάσουν. Αυτή είναι η άλλη ακρότητα. Φοβάμαι –μάλιστα- ότι έτσι μπορεί να τον διαβάσουν, αλλά δεν θα μπορέσουν να τον χαρούν…
Ωστόσο, αυτή τείνει να γίνει η «σύγχρονη πρόταση». Υποστηρίζεται μάλιστα, ότι όσοι κινδυνολογούν για την απόδοση στη νε αυτών των κειμένων θα έπρεπε να ανησυχούν και για τις διασκευές λογοτεχνικών κειμένων για τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και το θέατρο, ή ακόμα και για τις μελωποιήσεις ποιημάτων , παραγνωρίζοντας ότι μια τέτοια μεταφορά αφορά άλλο επίπεδο χρήσης της γλώσσας και άρα θα μπορούσε να συμβεί ακόμα και συγχρονικά. Ένα λογοτεχνικό έργο για παράδειγμα, προκειμένου να μεταφερθεί στην τηλεόραση, θα υποστεί διασκευή, έτσι που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του μέσου στο οποίο μεταφέρεται. Είναι λυπηρό λοιπόν να χρησιμοποιούνται τέτοιας τάξης σοφίσματα για να καλύψουν αφενός το κενό της αδυναμίας των νέων να προσεγγίσουν παλαιότερες μορφές του λόγου τους και αφετέρου την αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος να τη διδάξει, διότι δυστυχώς η ανάλογη προσέγγιση και ο κατάλληλος τρόπος για μια τέτοια διδασκαλία βρίσκεται συχνά μακριά από την ιδεολογία και τη γνώση των εχόντων την ευθύνη του σχεδιασμού των Αναλυτικών Προγραμμάτων. Δεν πρόκειται λοιπόν για υποτίμηση, ούτε για «την αυθαίρετη υπόθεση ότι η ΝΕ χρειάζεται την ΑΕ για να καλύπτει τα κενά της» , αλλά για τη διαπιστωμένη πραγματικότητα σύνθεσης και συγκερασμού των δύο γλωσσικών μορφών, μέσα από τις δυνατότητες επιλογής που προσφέρει η α΄ στη β΄. Αυτές δε οι επιλογές πρέπει να γίνει συνείδηση ότι είναι στη διακριτική ευχέρεια του κάθε χρήστη της γλώσσας. Κανονιστικού τύπου ρυθμίσεις, προσδιορισμός ορίων, κανονικοτήτων, πραγμάτων που επιτρέπονται ή που απαγορεύονται στην καθημερινή γλώσσα υπό αυτήν την έννοια δεν νοούνται. [Μπαμπινιώτης 1979, σ. 67-70]. Η συνεχής χρήση επιβάλλει και διαμορφώνει τη γλωσσική πραγματικότητα και εμείς μπορούμε μόνο να την παρατηρούμε και να την καταγράφουμε. Ακόμα περισσότερο να την κατανοούμε, να την ερμηνεύουμε σε βάθος, μέσα από την ιστορική της διαδρομή και τις σημασίες της και να την εμπλουτίζουμε. Διότι η αλλαγή, όχι μόνο δεν αναιρεί, αλλά επιβεβαιώνει την ενότητα της γλώσσας μας. Αυτό όμως για να το καταλάβουμε, γιατί μόνο με παραδείγματα πρέπει να μιλούμε, αλλά και για να το χαρούμε –κυρίως μάλιστα για αυτό- θα περιδιαβούμε μια λέξη –αρχίζοντας από την αρχική της βαθμίδα, την πρώτη ρίζα της λέξης και παρακολουθώντας μέσα από το δικό της χτίσιμο, το χτίσιμό της ίδιας της γλώσσας, του συστήματος της, μέσα δηλαδή από τα παράγωγα και τα σύνθετά της, θα νοιώσούμε την οικονομία της.
Έτσι από το ΒΑΙΝΩ < βαν-jω[παρατ: έβαινον, μελ.: βήσομαι, αόρ. : έβην, παρακ.: βέβηκα] : Βαδίζω, προχωρώ, εξελίσσομαι Θέματα: βα- , βε-, βη- βω- και βιβα-
Έχουμε τα παραγωγα:
Από το θέμα βα:
Βάδην [το]
Βαδίζω: >βάδισμα > βαδιστής
Βαθμίδα[η]: σκαλί, με έννοια που να αφορά στη Μουσ. Και τη Γεωλ.: > βαθμηδόν > βαθμιαία >βαθμιδωτός:
Βαθμός >
Βάθρο: βάση: < Βασίζω >βάσιμος και βεβαίως με διαφοροποιήσεις της σημασίας καθώς αναφερόμαστε σε διαφορετικά γλωσσικά περιβάλλοντα. Έτσι, βάση είναι το βάθρο, το σημείο στήριξης, ο κατώτερος απαιτούμενος βαθμός για την εισαγωγή λχ. Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, Γεωμ: η έδρα ενός γεωμετρικού σχήματος, Χημ. : η βάση μιας χημικής αλκαλικής ένωσης.
βατήρας [ο]:
βατός: > βατότητα
Από τον παρκ. «βέβηκα» :
βέβαιος: >βεβαιότητα: > βεβαιώνω: βεβαίωση , βεβαιωτικός, αλλά και :
βέβηλος, βεβηλώνω, >βεβήλωση
απο το θέμα Βη- : βήμα[το]
βηματίζω: >βηματισμός
Αλλά από το βαίνω προέρχεται και το βιβάζω [το οποίο κατά τους Ηofman και Lidell- Scott είναι σε αττική διάλεκτο το Βαίνω. Τύπος με αναδιπλασιασμό: βι-βάζω. Κατά τον Curtius πρόκειται για «διαφορετικό τύπο» του βαίνω. Κατά τον Σταματάκο, το μεταβατικό ρήμα του βαίνω: κάνω κάποιον να προχωρήσει, σηκώνω, κάνω μεγάλα βήματα] κι απο κει και πέρα:
βωμός
Με Σύνθεση έχουμε τις λέξεις:
ι. Με χρήση του στερητικού -α:
αβαθμολόγητος < α + βαθμός + λόγος
Άβατος< α+βαίνω
άβγαλτος < α + βγαίνω < βαίνω
αβέβαιος > αβεβαιότητα, αβεβαίωτος
α-διάβατος
αμετάβατος : με την πρόθεση ανα:
αναβαθμίζω αναβάθμιση
Ανεβάζω <ανά +βιβάζω το οποίο χωρίς τον αναδιπλασιασμό απαντάται ως βάζω, >ανέβασμα,
Ενώ με το ανά+ βαίνω: Ανεβαίνω >ανάβαση , αναβάτης >αναβατήρας
ανεβοκατεβάζω
απαράβατος< Α + παρά + βαίνω
με το από:
Αποβαίνω > απόβαση. > αποβατικός>αποβάθρα
Αποβιβάζω >αποβίβαση
Ασύμβατος <α+ συν +βατός
Ασυμβίβαστος
αντισυμβατικότητα
αλλά και τις λέξεις: Βαθμοθέτης : βαθμός + θέτω
Βαθμοθήρας <βαθμός + θήρα= κυνήγι > βαθμοθηρία > βαθμοθηρικός
βαθμολογία: <βαθμός + λέγω >βαθμολόγηση, βαθμολογικός >βαθμολόγιο:> βαθμολογητής
βαθμονόμηση
βαθμούχος: <βαθμός + έχω > βαθμοφόρος: >δευτεροβάθμια, τριτοβάθμια
βγάζω <εκ+ βιβάζω > βγάλσιμο:
βγαίνω <εκ+ βαίνω:
Βημόθυρον < Θρησκ: η ωραία πύλη
βηματοδότης
βωμολοχώ <βωμός + λοχεύω: παραφυλάω στο βωμό [για να πάρω ό,τι περίσσεψε από τη θυσία >ανίερη πράξη, υβριστική >βωμολοχώ: υβρίζω]
βωμολόχος: >βωμολοχία: αισχρολογία, χυδαιολογία
Με το δια: διαβάζω <δια+ [βιβάζω>] βάζω:> διάβασμα
Διαβαθμίζω >διαβάθμιση,
διαβαίνω: >διάβαση: >διάβα [το] > διαβατός > διαβατάρης >διαβατάρικος, >διαβάτης > Νομ: διαβατήριο:
διάβημα >διαβήτης με χρήση στη Γεωμ: ,αλλά και στην Ιατρ: > διαβητικός
διαβεβαιώνω >διαβεβαίωση, διαβεβαιωτικός
διαβιβάζω: μεταβιβάζω, στέλνω >διαβιβαστικό >διαβίβαση
έκβαση < εκ + βαίνω : κατάληξη
εμβάζω< εν + βιβάζω: > έμβασμα[το]:
εμβάς [η] ους. < εμβάς –άδος< εν + βαίνω : η παντόφλα
εμβατήριο < εν + βάινω:
επεμβαίνω > επέμβαση
επιβεβαιώνω > επιβεβαίωση > επιβεβαιωτικός
Επιβαίνω >επιβάτης >επιβήτορας: το αρσενικό άλογο
Επιβιβάζω
Κτηνοβατώ> κτηνοβασία > κτηνοβάτης
μεταβαίνω> μετάβαση > μεταβατικός .
μεταβιβάζω: >μεταβίβαση > μεταβιβαστικός # αμεταβίβαστος
κατεβάζω: >κατέβασμα
κατεβαίνω >κατεβατό >κατάβαση:
μπαίνω >μπαινοβγαίνω >μπασιά >μπάτης : <εμβάτης: Μετεωρ.: θαλάσσια ή υπόγεια αύρα
ξε+ βγάζω
ορειβασία > ορειβάτης
παραβαίνω: > παράβαση: >παραβάτης-
παρεκβαίνω > παρέκβαση > παρεκβατικός
παρεμβαίνω< παρά +εν +βαίνω > παρέμβαση > παρεμβατικός> παρεμβατισμός
προβαίνω: >και από τη μετχ. Του παρακειμ: προβεβηκώς : ο γερασμένος
προβιβάζω: > προβιβασμός
πρόσβαση < προς+ βαίνω >προσβασιμότητα
πρωτοβγαίνω > πρωτόβγαλτος
συγκαταβαίνω:> συγκατάβαση >συγκαταβατικός, συγκαταβατικότητα
συμβαίνω < εύχρηστο ως απρόσωπο ρήμα: συμβαίνει >συμβάν [το] το γεγονός > σύμβαση, η συμφωνία και ως νομικός όρος > συμβατικός: > συμβατός, ο σύμφωνος με κάποια χαρακτηριστικά >συμβατικότητα > συμβασιούχος,όρος οιοκονομικός.
Συμβιβάζω > συμβιβασμός > συμβιβαστικός > συμβιβαστικότητα
στυλοβάτης:
υπνοβατώ > υπνοβασία: > υπνοβάτης
υποβαθμίζω: > υποβάθμιση > υπόβαθρο
Υποβιβάζω > υποβιβασμός
Ελπίζω να μην σας κούρασα με όλα αυτά, αλλά η οικονομία της γλώσσας μας και η διαχρονική της συνέχειά είναι κάτι αξιοθαύμαστο που πρέπει να συνειδητοποιούμε όλοι και να έχουμε την ευκολία σε κάθε ευκαιρία να επικαλούμαστε παραδείγματα για να την αποδείξουμε. Οι πρώτοι μάλιστα που αξίζει να το κατανοήσουν αυτό είναι οι μαθητές των σχολείων μας, στους οποίους θα έπρεπε πρώτο να στοχεύει ένα αναμορφωμένο Αναλυτικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας της Ελληνικής Γλώσσας στο σύνολό της, έτσι ώστε οι νέοι και να μπορούν να αντιληφθούν την εξέλιξη της γλώσσας μας στο πέρασμα των αιώνων και να την ερμηνεύουν, αλλά και να την εμπλουτίζουν υποβοηθούμενοι μέσα από την ανάλυση της λέξης με τη διαδικασία της ετυμολογίας. Το ταξίδι στην ιστορία μέσω της γλώσσας είναι ένα γοητευτικότατο ταξίδι που μας κάνει ιδιαίτερα στις μέρες μας να είμαστε πιο πλούσιοι πνευματικά και πιο δυνατοί ψυχικά. Η αναγνώριση της διαχρονικότητας της γλώσσας μας και της άρρηκτης σχέσης της ΑΕ και της ΝΕ είναι το μέλλον της γλώσσας μας.
Και κάτι ακόμα: Στα Ελληνικά δεν είναι η λέξη μέσο για το διανόημα, για τη σκέψη. Στα ελληνικά η ίδια η γλώσσα είναι σύστημα σκέψης, δεδομένου ότι σε αυτόν το χώρο και με αυτή τη γλώσσα νοηματοδοτήθηκαν για πρώτη φορά και οριοθετήθηκαν σημαινόμενα και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο ώστε χιλιετίες μετά να προσφέρονται για τη νοηματοδότηση σύγχρονων εννοιών καθόλα άγνωστων στον αρχαίο κόσμο ως αυτούσιες σημασίες αλλά τελικά αποδείχτηκαν οι μόνες που μπορούσαν να ανταποκριθούν στις σύγχρονες ανάγκες. Θυμίζουμε την τηλεόραση, το αεροπλάνο, την ψυχανάλυση, το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα και πιο πρόσφατα τον κυβερνοχώρο, ‘cyber”με την Αγγλική προφορά. Είναι λοιπόν, άδικο να ζητούν αλλόγλωσσοι λαοί το δεκανίκι της ελληνικής για να εκφράσουν τα νεά προϊόντα της σύγχρονης σκέψης και της τεχνολογίας και τα ελληνόπουλα να μη μπορούν να αντιληφθούν την ευρύτητα της ιδιας της λέξης, τη στιγμή μάλιστα που πρόκειται για τη δική τους γλώσσα, για τη δική τους σκέψη, Κι αυτή είναι η προσφορά –μία από τις προσφορές- του Ελληνικού στοιχείου στον κόσμο. Αυτός είναι ο λόγος που ο Ελβετός ιστορικός του πολιτισμού Jacob Burckhardt ομολογεί ότι “βλέπουμε με τα μάτια των Ελλήνων και μιλούμε με τις εκφράσεις τους». Ο Ισπανός εξαίρετος κλασικός φιλόλογος Adrados –άλλωστε- υποστηρίζει σε κάθε ευκαιρία πως οι Ευρωπαϊκές γλώσσες είναι «κρυπτοελληνικές». Έχοντας αυτά υπόψη μας εύκολα μπορούμε να εξηγήσουμε τα λόγια του Ψυχάρη για την πατρίδα μας: «μικρός τόπος και γέμισε τη γης»
Σας ευχαριστώ πολύ.
Χαρίκλεια Κ. Κοσεγιάν
http://www.chara-cosseyan.com/2007/09/i-diachronikotita-tis-ellinikis-glossas/
6. H ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΜΑΣ (Από τον Όμηρο έως σήμερα)
Του Στρατηγού ε.α. Δ. Σκαρβέλη, Επιτίμου Α/ΓΕΕΘΑ – Ακαδημαϊκού
«Κυρίες και Κύριοι,
Ανάμεσα στα πολλά περίεργα και παράδοξα της εποχής μας που έχουν σχέση με την επιχειρούμενη από κάποιους αναθεώρηση της ιστορίας μας, είναι και η άποψη για την ασυνέχεια των νεοελλήνων σε σχέση με τους αρχαίους Έλληνες.
Η γλώσσα όμως, που είναι από τα πλέον ουσιώδη και ζωντανά κριτήρια της ιστορικής συνέχειας κάθε έθνους, συνιστά ένα τείχος αξεπέραστο για τους θιασώτες της ασυνέχειας και με την καθημερινή χρήση της μαρτυρεί και θα μαρτυρεί εις το διηνεκές, την αδιάκοπη και αδιάσπαστη πορεία του ελληνισμού ανά τους αιώνες.
Τούτο δε, διότι η γλώσσα της σήμερον είναι η γλώσσα του χθες, ενός «χθες» που εκτείνεται έως την εποχή του Ομήρου, στα έπη του οποίου έχει τις ρίζες της. Αυτή τη συνέχεια της γλώσσας, που είναι συνυφασμένη με τη συνέχεια του έθνους μας, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε εδώ σήμερα, σαν αποτέλεσμα μιας πολύ περιορισμένης έρευνας, κατά ένα τρόπο άμεσο και πρακτικό, καθόλου θεωρητικό, με αναφορά σε όρους και εκφράσεις που είναι και σήμερα σε χρήση.
Μη όντας φιλόλογος, πολύ περισσότερο γλωσσολόγος, (αν και πιστεύω ότι η γλώσσα είναι υπόθεση όλων μας και όχι μόνο των ειδικών) αρκέσθηκα να περιορίσω την έρευνά μου, στο δικό μου γνωστικό αντικείμενο, το στρατιωτικό τομέα, σαν πρώην στρατιωτικός. Και εξεπλάγην και εγώ, όταν προχωρώντας ανεκάλυπτα ότι, η στρατιωτική γλώσσα, ειδικώτερα η στρατιωτική ορολογία που είναι σήμερα σε χρήση, έχει ομηρικές και γενικά αρχαιοελληνικές τις καταβολές της.
Μπορώ λοιπόν να υπερηφανεύομαι δικαίως για το Στρατό – λέγοντας Στρατό εννοώ τις Ένοπλες Δυνάμεις – ´...
Διαβάστε περισσότερα στον παρακάτω σύνδεσμο:
7. Ἡ Ἐκκλησία ἔσωσε τὴν Ἑλληνικὴ γλώσσα
τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ
Ἡ Ἐκκλησία ἀναδεικνύεται σὲ κάθε περίοδο δουλείας κιβωτὸς καὶ τῆς γλωσσικῆς μας παραδόσεως. Ἂς θυμηθοῦμε τὴν Τουρκοκρατία καὶ τὴ Βενετοκρατία. Ἡ ἀσίγαστη λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ μόνιμη ἐπαφὴ τοῦ Κλήρου μὲ τὸν λαό, στὸ εὐρύ του φάσμα, διέσωσε καὶ τὴ γλώσσα μας. Τὸ σημαντικότερο, μάλιστα, εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔσωσε τὴ γλώσσα ὁλόκληρη, σ' ὅλη τὴ διαχρονία της καὶ σὲ ὅλες τὶς μορφὲς τῆς κατανίκησε κάθε δισταγμὸ καὶ ἀνταποκρίθηκε στὶς ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν μὲ τὴν ἀκόλουθη σοφὴ λύση: Στὴν λατρεία διατηρήθηκε ἡ καθιερωμένη γλωσσικὴ μορφή, ποὺ διακρατεῖ ἔτσι καὶ τὴ συνέχεια τῆς Πατερικῆς παραδόσεως. Στὸ κήρυγμα, ὅμως, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐξαιρέσεις μερικῶν ἀπροσγείωτων ἐγωκεντρικῶν ἀρχαιοπλήκτων, χρησιμοποίησε τὴ λαϊκὴ μορφὴ τῆς Ἑλληνικῆς. Ἔτσι ἀναδείχθηκαν οἱ μεγάλοι λαϊκοὶ φωτιστὲς τοῦ Γένους ἀπὸ τὸν Μελέτιο Πῆγα καὶ τὸν Ἠλία Μηνιάτη μέχρι τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ καὶ τοὺς ἄλλους Κολλυβάδες.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, τὸ σύστημα Παιδείας ποὺ πρόσφερε ἡ Ἐκκλησία μέσα στὴ δουλεία, ἀναπληρώνοντας τὸ τεράστιο κενὸ ποὺ ἄφηναν οἱ καταφεύγοντες στὴ Δύση λογάδες τοῦ Γένους, ὅσο φτωχὸ καὶ ταπεινὸ καὶ ἂν ἦταν -τὰ γνωστὰ κολλυβογράμματα- καὶ ὅσο καὶ ἂν κατηγορήθηκαν ἀπὸ τοὺς δυτικόπληκτους διαφωτιστές, διατηροῦσαν μόνιμα τὴν ἐπαφὴ τῶν παιδιῶν μὲ τὴ γλώσσα τῶν λειτουργικῶν βιβλίων, δίνοντας ἔτσι δυνατότητες γιὰ περαιτέρω καλλιέργεια στὰ φωτεινὰ ἐκεῖνα πνεύματα ποῦ ἀναδείχθηκαν σὲ μεγάλους Διδασκάλους καὶ Πνευματικούς του Γένους μας. Θὰ ἐπικαλεσθοῦμε ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ καταδεικνύει τὴ συμβολὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴ διάσωση τῆς γλώσσης μας: Πρόκειται γιὰ...
τὸν Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο (+1857), τὸν σοφότερο κληρικὸ τοῦ 19ου αἰώνα, πολυμαθῆ καὶ πολύγλωσσο, ἀλλὰ καὶ ἀπαράμιλλο χειριστὴ τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου.
Στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἔμαθε καὶ ὁ Κ. Οἰκονόμος τὰ Ἑλληνικά του, χωρὶς αὐτὸ νὰ τὸν ἐμποδίσει νὰ μάθει καὶ πολλὲς ἄλλες ξένες γλῶσσες. Ὅλες, ὅμως, οἱ ἄλλες γλῶσσες τοῦ ἔμειναν «ξένες», γιατί διέσωζε μόνιμη τὴν ἐσωτερικὴ -ὑπαρξιακή- του σχέση μὲ τὴ «μητρική» του Γλώσσα, τὴν Γλώσσα τοῦ Γένους καὶ τῆς Ἐκκλησίας του. Νὰ γιατί πιστεύουμε ἀμετακίνητα ὅτι καὶ σήμερα τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα θὰ σώσει τὴν γλώσσα μας. Ὅπως αὐτὸ γίνεται ἤδη ἐπὶ αἰῶνες στὸν χῶρο τῆς Διασπορᾶς μας. Ὅσο ὑπάρχει Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ λατρεία καὶ ἀκούγεται ὁ ἁγιογραφικὸς καὶ πατερικὸς λόγος, θὰ σώζεται καὶ ὁ ἑλληνικὸς λόγος, γιὰ νὰ ἐπαληθεύεται ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει προσφυέστατα λεχθεῖ, ὅτι δὲν σώζεται ἡ Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὸν Ἑλληνισμό, ἀλλὰ ὁ Ἑλληνισμὸς σώζεται μέσα στὴν Ὀρθοδοξία.
Ὅλες, λοιπόν, οἱ ἀπόπειρες ἐκσυγχρονισμοῦ τῆς λατρείας μας μὲ τὸν μεταγλωττισμὸ τῶν κειμένων της, ἔστω καὶ ἂν προέρχονται ἀπὸ ἀγαθὴ διάθεση, μποροῦν νὰ ἀποβοῦν καὶ ἐθνικὰ ἐπιζήμιες. Ἂς ἀφήσουμε, λοιπόν, τὴ λατρεία μᾶς ἄθικτη. Γιὰ νὰ εἶναι τουλάχιστον ἕνας χῶρος ποὺ σώζει ἀτόφια τὴν ἑλληνορθόδοξη συνέχειά μας».
Το αλίευσα ΕΔΩ orthodoxia-ellhnismos8. Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΗΣ.
9. Οι παράγοντες που διατηρούν τον Ελληνισμό στην Αμερική. Θρησκεία, Γλώσσα και Πολιτιστική εκπαίδευση .
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Η θεωρία που αφορά το «χωνευτήρι» (melting pot), σύμφωνα με την οποία σε κάθε γενιά ο μετανάστης χάνει την εθνική του ταυτότητα και γίνεται πιο πολύ Αμερικανός δεν ικανοποίησε ποτέ τον ψυχολόγο Τζέιμς (Δημήτρη) Κουτρελάκο. Ελεγε στον εαυτό του: «Εάν οι Ελληνες διατήρησαν το χαρακτήρα τους για 400 χρόνια επί τουρκοκρατίας, θα τον έχαναν τόσο γρήγορα στην Αμερική σε μια γενιά;».
Ετσι, εδώ και τρία χρόνια ο συνταξιούχος πρώην ψυχολόγος του Κολεγίου Χάντερ της Νέας Υόρκης αποφάσισε να ξεκινήσει τη δική του μελέτη για την εθνική ταυτότητα, μοιράζοντας ερωτηματολόγια σε πάνω από 700 μαθητές και φοιτητές από Λύκεια και Πανεπιστήμια της Νέας Υόρκης. Μεταξύ τους υπήρχαν 257 Ελληνοαμερικανοί.
Η έρευνα αυτή απέδειξε ότι η εθνική ταυτότητα δεν σβήνει απαραιτήτως αλλά μπορεί να διατηρείται καλά σε κάθε γενιά εάν υπάρχουν οι σωστές συνθήκες.
Ο μύθος του Melting Pot
Ο Δρ. Κουτρελάκος, 83 ετών, ο οποίος είναι γιος μεταναστών που μεγάλωσε στο «Ελληνικό χωριό» (τότε) του Ντόβερ (Dover), Νιου Χαμσάιρ, είναι πολύ παθιασμένος με το θέμα της μελέτης. Οταν τον συναντώ για να συζητήσουμε τη μελέτη, που δεν έχει ακόμα εκδοθεί και ονομάζεται «Εθνική Ταυτότητα: Διαφορές Ομάδων Ανάλογα με την Πολιτιστική Eκπαίδευση (Ηeritage Εducation), Γλώσσα και Θρησκεία» στο γεμάτο βιβλία και έργα τέχνης διαμέρισμά του κοντά στο «Νιου Γιορκ Γιουνιβέρσιτι» (New York University), εξηγεί την έρευνά του με άφθονες αναφορές σε ψυχολογία, κοινωνιολογία, ιστορία και προσωπικές εμπειρίες.
Είναι η τρίτη μελέτη που έχει κάνει σε παρόμοια θέματα από τότε που πήρε σύνταξη το 2004, μεταξύ των οποίων είναι και μία μελέτη για την πολιτιστική προσάρμοση (acculturation) των Ελλήνων της Αμερικής που εκδόθηκε στο International Journal of Psychology.
«Συνήθως θεωρείται ότι η πορεία της πολιτιστικής προσάρμοσης των μεταναστών είναι μια απλή διαδικασία που ξεκινάει στο Ellis Island», εξηγεί ο Δρ. Κουτρελάκος «και με κάθε γενιά το άτομο γίνεται πιο πολύ ‘Αμερικανός’ και πιο λίγο Ελληνας’ - ή όποια άλλη εθνικότητα». Μεταξύ των ακαδημαϊκών υποστηρικτών της θεωρίας αυτής είναι ο καθηγητής Ρίτσαρντ Δ. Αλβα της CUNY. Αλλά ο Δρ. Κουτρελάκος βρήκε κάτι διαφορετικό με τη δική του έρευνα.
Εθνική ταυτότητα στη Νέα Υόρκη
Για τη μελέτη αυτή, ο δραστήριος, κομψός, χαμογελαστός συνταξιούχος με τόση εμπειρία εξετάζοντας την εσωτερική ζωή των άλλων, το έβαλε στα πόδια μοιράζοντας τα 20 λεπτά ερωτηματολόγιά του σε μαθητές και φοιτητές σε διάφορα σχολεία στη Νέα Υόρκη. Τα πάνω από 700 άτομα που συμμετείχαν στη μελέτη ήταν όλοι παιδιά μεταναστών, από πρώτης (με γονείς μετανάστες), δεύτερης, τρίτης, κτλ. γενιάς. Η μελέτη ήταν σχεδιασμένη να εξετάσει τους εξής παράγοντες σε σχέση με εθνική ταυτότητα: ηλικία, φύλο, γενιά, πολιτιστική εκπαίδευση («heritage education», ή μαθήματα της κουλτούρας και γλώσσας μίας εθνικής ομάδας), διατήρηση πατρικής γλώσσας και αυτοεκτίμηση.
Τα άτομα που πήραν μέρος ήταν σε τρεις κατηγορίες - λευκοί, μειονότητες και άτομα από πρόγονους πολυεθνούς καταγωγής. Αλλά ο Δρ. Κουτρελάκος χώρισε την κατηγορία «λευκοί» σε δύο - «λευκοί» και «λευκοί συγκεκριμένης καταγωγής (specific white)». Η τελευταία ομάδα ήταν μαθητές/φοιτητές αρμενικής, εβραϊκής και ελληνικής καταγωγής και αντιστοιχούν στο 45% του συνόλου της μελέτης.
Εξηγεί ο ψυχολόγος ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ των όρων «φυλή» και «εθνική ταυτότητα». Οπως εκτιμά, ο όρος «φυλή» χρησιμοποιείται από αυτούς που έχουν εξουσία για να βάλουν τους άλλους σε μια τάξη. Σε αντίθεση, ο όρος «εθνική ταυτότητα» έχει να κάνει με το πώς μια ομάδα βλέπει τον εαυτό της. Πιστεύει ότι δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την ιστορία του ρατσισμού στην Αμερική, αλλά όλες οι εθνότητες στην κατηγορία «λευκοί» δεν είναι το ίδιο. Αποφάσισε να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον του σε απόγονους Αρμενίων, Εβραίων και Ελλήνων μεταναστών λόγω κάποιων ομοιοτήτων στις κουλτούρες και ιστορίες τους.
Για να μετρήσει την εθνική ταυτότητα στη μελέτη χρησιμοποίησε μια επιστημονική εκτίμηση της εθνότητας (Multiethnic Identity Measure). Υπήρχαν ερωτήσεις όπως «Είμαι υπερήφανος για την εθνική μου ομάδα;» με απαντήσεις, όπως 1 = Διαφωνώ απόλυτα, μέχρι 4 = Συμφωνώ εντελώς. Η μελέτη επίσης είχε ερωτήσεις που εξέταζαν την αυτοεκτίμηση, πολιτιστική εκπαίδευση («heritage education»), διατήρηση πατρικής γλώσσας και θρησκευτική συμμετοχή.
Πολιτιστική εκπαίδευση, Γλώσσα και Θρησκεία οι κύριοι παράγοντες
Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα της μελέτης είναι ότι οι κυριότεροι παράγοντες στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας είναι η πολιτιστική εκπαίδευση, η γλώσσα και η θρησκεία. Αυτά συνδέονται παραπάνω από άλλα με μια ισχυρή εθνική ταυτότητα. Οταν υπάρχει συμμετοχή σε κάποια πολιτιστική εκπαίδευση για την κουλτούρα της ομάδας, «η εθνική ταυτότητα δεν διαφέρει (δηλαδή δεν μειώνεται) από τη δεύτερη στην τρίτη γενιά».
Επίσης, στη μελέτη, τα άτομα που είχαν αρμενική, εβραϊκή ή ελληνική καταγωγή είχαν πιο ισχυρό αίσθημα της εθνικής ταυτότητας ακόμα και από τα άτομα στην κατηγορία μειονοτήτων. Στη μελέτη, το 86% των «συγκεκριμένων λευκών» απάντησαν ότι θεωρούν την εθνική τους ταυτότητα «πολύ σημαντική» σε σχέση με μόνο το 44% των «λευκών» και το 70% των μειονοτήτων (Αφροαμερικανοί, Ασιάτες, Λατινο-Αμερικανοί, κ.τλ.). «Ηταν η πρώτη φορά που έγινε μελέτη στην οποία μια λευκή ομάδα έχει πιο υψηλή εθνική ταυτότητα από ομάδα μειονοτήτων», επισημαίνει ο Δρ. Κουτρελάκος.
«Αυτά τα αποτελέσματα», γράφει στην ερευνά του, «μας δείχνουν πόσο σημαντικό ρόλο έχει η εκπαίδευση και η θρησκεία στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας».
Ελληνοαμερικανοί
Από τους φοιτητές/μαθητές ελληνικής καταγωγής στη μελέτη 80% ονομάζουν τον εαυτό τους «Ελληνοαμερικανοί», σχεδόν 1/5 «Ελληνες» και λιγότερο από 1% «λευκός, Καυκάσιος ή Ορθόδοξος». Από το Κουίνς στο Μπρούκλιν και Μανχάταν, οι πιο σημαντικοί παράγοντες στην εθνική τους ταυτότητα ήταν η γνώση της ελληνικής γλώσσας και η θρησκευτική συμμετοχή.
Ο Δρ. Κουτρελάκος απολαμβάνει της απαντήσεις τους, λέγοντας πως «είναι έξυπνα παιδιά» και διαβάζει μερικές από τις απαντήσεις τους. «Αγαπώ και αυτήν την πατρίδα και την Ελλάδα», λέει ο ένας. «Είμαι πιο πολύ Ελληνας στο σπίτι και πιο πολύ Αμερικανός με τους φίλους μου από το σχολείο», γράφει ό άλλος. Μερικές απαντήσεις εξέφραζαν μια εθνική ταυτότητα ακόμα πιο πολύπλοκη, όπως αυτή που γράφει: «Είμαι πολύ χαρούμενος που είμαι από την Ελλάδα και από το Περού». Ελάχιστα άτομα από μεικτούς γάμους ομολογούν ένα προβληματισμό, όπως «Νοιώθω πολύ μπερδεμένος όσον αφορά την εθνική καταγωγή μου».
Ο ψυχολόγος επαίνεσε την ικανότητα των Ελληνοαμερικανών στη μελέτη να ζουν μεταξύ δύο κόσμων. «Εχει κανείς το συναίσθημα ότι τα πάνε καλά με τον εαυτό τους», είπε. Ο Δρ. Κουτρελάκος πιστεύει ότι η μελέτη απέδειξε πως μια πολιτιστική προσαρμογή ήταν αποτέλεσμα της πολιτιστικής επανάστασης της δεκαετίας του 1960, όταν -σύμφωνα με τον επιστήμονα Αλέξανδρο Κιτροέφ-, έγινε «σικ» να είσαι «έθνικ». Αυτό είναι το αντίθετο, τόνισε ο Δρ. Κουτρελάκος, με την προηγούμενη άποψη ότι έπρεπε να αφομοιώνεται (assimilate) o μετανάστης, με αρνητικές επιπτώσεις στη νοηματική του υγεία, προσπαθώντας να αντικαταστήσει την εθνική του ταυτότητα με μια εντελώς άλλη, νέα αμερικανική ταυτότητα.
Κάνει καλό ψυχολογικά να νοιώθεις μέλος μιας ομάδας και να συμμετάσχεις στους θεσμούς της, πιστεύει ο Δρ. Κουτρελάκος. «Να μάθεις Ελληνικά δεν είναι μόνο κάτι που κάνεις για να ασκείς το μυαλό σου, σε κάνει να πάρεις μέρος σε μια ομάδα και να δείξεις την ελληνικότητά σου. Να πας στην εκκλησία, δεν είναι μόνο πνευματική διαδικασία, αλλά προσφέρει μια ευκαιρία να έχεις επαφές με άλλα άτομα της ομάδας σου... Δεν μπορούμε να είμαστε μόνοι και να είμαστε άνθρωποι», πρόσθεσε.
Ο Δρ. Κουτρελάκος, όμως, υποστηρίζει ότι μια υγιής εθνική ταυτότητα δεν περιλαμβάνει φανατισμό και μια λανθασμένη ιδέα της σημασίας της ομάδας σου.
Ενα ελληνικό χωριό στη Νέα Αγγλία
Μιλώντας για την ερευνά του, ο ψυχολόγος επιστρέφει συχνά στα πρώτα του χρόνια στην πόλη του Ντόβερ, Νιου Χαμσάιρ, μια πόλη που είχε παλιά μεγάλη κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία. Εκεί κατέληξαν οι μετανάστες γονείς του όταν ήρθαν στην Αμερική, και συγκεκριμένα στο «Ελληνικό χωριό» του Ντόβερ, που ήταν τοποθετημένο σε ένα κάπως ανεπιθύμητο μέρος της πόλης δίπλα στο ποτάμι.
Υπήρχε μια εκκλησία, σχολείο, μαγαζιά και δύο καφενεία μόνο για τους άνδρες. Στο «χωριό» του, δεν ήταν τότε ο «Δρ. Κουτρελάκος», αλλά «ο Δημήτριος, γιος του Αναστάσιου», εξηγεί. «Εκείνοι μου έδιναν την ταυτότητα, μου λέγανε ποιος ήμουν και που ανήκα. Δεν υπήρχε καθόλου η αμερικανική ιδέα ότι έπρεπε να φύγεις από το σπίτι για να βρεις τον εαυτό σου. Ηδη ήξερες ποιος ήσουν», τόνισε.
Ο ίδιος -που ήταν πάντα από τους πρώτους μαθητές στο αμερικανικό σχολείο (μάλλον γιατί του έκαναν πολλά μαθήματα οι μεγαλύτερες σε ηλικία του αδελφές) ένοιωσε για πρώτη φορά το ρατσισμό όταν ήταν στο Γυμνάσιο στη δεκαετία του ‘40. Μια ημέρα διάβασε στην ίδια την εφημερίδα που μοίραζε για να βγάλει το χαρτζιλίκι του ότι η επιτροπή της κοντινής πόλης της Hampton Beach είχε ψηφίσει ότι «απαγορεύεται στους Ελληνες η άλλους ‘μελαμψούς Ευρωπαίους’ να είναι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων ή να αγοράσουν ακίνητα στην πόλη». Την ίδια εποχή, θυμάται «μερικά Ιρλανδάκια μας φώναξαν grease balls», μια ρατσιστική έκφραση. Εχουν περάσει αρκετές δεκαετίες από τότε, αλλά περνάει για μια στιγμή από το συνήθως χαμογελαστό πρόσωπό του η έκφραση ενός αδικημένου παιδιού. «Αυτό μας πλήγωσε».
Σήμερα ξέρει ότι αυτές οι δυσάρεστες εμπειρίες είχαν να κάνουν με την αρνητική αντίδραση στο κύμα μεταναστών από τη Νότιο Μεσόγειο στις αρχές του 1900 και το «φόβο της βαλκανοποίησης».
Ωστόσο, δεν ήταν αρκετά δυνατό το κύμα για να σταματήσει την πρόοδο του «γιου του Αναστάσιου». Στα 18 του, το 1946, υπηρέτησε στο αρχηγείο του Στρατηγού Ντάγκλας Μακάρθουρ στο Τόκιο της Ιαπωνίας, και μετά σπούδασε, καταλήγοντας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στη δεκαετία του ‘50. Εκανε το δοκιμαστικό του και ήταν κλινικός ψυχολόγος στο Veteran’s Administration, και μετά δούλεψε ως ψυχολόγος σε ανώτερα εκπαιδευτήρια όπως τη μουσική σχολή Julliard και, για πολλά χρόνια, στο Hunter College.
Σήμερα περνάει πολλές ώρες στο διαμέρισμά του στην Πέμπτη Λεωφόρο, δουλεύοντας στις μελέτες του αλλά βρίσκει και χρόνο να συμμετάσχει σε θεσμούς όπως την επιτροπή του Ελληνικού Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης.
Αλλες μελέτες
Αυτή η μελέτη μπορεί να έχει συνέχεια. Μεταξύ άλλων, η μελέτη επίσης απέδειξε μια ισχυρή σχέση μεταξύ εθνικής ταυτότητας και αποτελεσματικότητας στο σχολείο, αλλά και αυτοεκτίμησης. Διευρύνεται επίσης σε ένα μέρος, επισημαίνοντας ότι το θηλυκό γένος των «συγκεκριμένων λευκών» έχει πιο υψηλή εθνική ταυτότητα, που ίσως, λέει ο Δρ. Κουτρελάκος, έχει να κάνει με πολιτιστικές συμπεριφορές.
Παρόλο που είναι ενθουσιασμένος με τα αποτελέσματα της μελέτης του, ο ψυχολόγος είναι προσεκτικός. Υποστηρίζει ότι έχει τα όριά της γιατί ήταν περιορισμένη στην πόλη της Νέας Υόρκης και Ελληνοαμερικανοί που δεν έχουν πρόσβαση στην ελληνική πολιτιστική εκπαίδευση μπορεί να έχουν άλλες εμπειρίες. Ηταν δύσκολο επίσης λογικά- να μελετήσει την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων που δεν παίρνουν μέρους σε ελληνικούς θεσμούς. «Εάν δεν πάνε σε ελληνικό σχολείο ή στην εκκλησία, είναι πολύ δύσκολο να τους βρούμε», υποστήριξε.
Ομως, τα συμπεράσματα που βγαίνουν άνετα από την έρευνα είναι ότι αυτοί οι θεσμοί έχουν ένα σημαντικό κοινωνικό και ψυχολογικό ρόλο. Ο Δρ. Κουτρελάκος τελειώνει, λέγοντας: «Η μελέτη μου δείχνει ότι οι ομογενείς αναπλάθουν τους παραδοσιακούς εκπαιδευτικούς και θρησκευτικούς θεσμούς για να διατηρήσουν την κληρονομιά και την ταυτότητα τους».
«Εθνικός Κήρυξ»07/01/2011 Το αλίευσα ΕΔΩ http://namarizathema.blogspot.com/2011/01/blog-post_4522.html
10. Η ελληνική γλώσσα στον 21ο αιώνα· παρελθόν και μέλλον.
»»» Γεώργιος Μπαμπινιώτης
Στην καμπή από τον 20ό προς τον 21ο αιώνα ο απολογισμός τού τι έγινε στη γλώσσα μας στον αιώνα που φεύγει και τι προοπτικές ανοίγονται για την Ελληνική στον αιώνα που έρχεται, ο προβληματισμός για το πού βρίσκεται και πού βαδίζει η ελληνική γλώσσα είναι εξ αντικειμένου ζήτημα υψίστης σημασίας. Αν, βεβαίως, δεχθούμε ότι η γλώσσα είναι κύριο στοιχείο της ταυτότητας ενός λαού και βασικό σημείο αναφοράς για την περασμένη, τη σύγχρονη και τη μελλοντική πορεία του. Αν δεχθούμε την αρχή του Austin ότι γλώσσα σημαίνει πράξη. Αν στοιχίσουμε στη διακήρυξη του Wittgenstein ότι ο κόσμος μας είναι η γλώσσα μας. Αν συμφωνήσουμε με τον Barthes ότι ο κόσμος μας είναι ένας κόσμος κειμένων προφορικών και γραπτών. Κοντολογίς, αν δούμε τη γλώσσα στις πραγματικές της διαστάσεις ως εκδήλωση της σκέψης, του πολιτισμού, της ιστορίας και της όλης υπόστασης ενός λαού.
Στην καμπή από τον 20ό προς τον 21ο αιώνα ο απολογισμός τού τι έγινε στη γλώσσα μας στον αιώνα που φεύγει και τι προοπτικές ανοίγονται για την Ελληνική στον αιώνα που έρχεται, ο προβληματισμός για το πού βρίσκεται και πού βαδίζει η ελληνική γλώσσα είναι εξ αντικειμένου ζήτημα υψίστης σημασίας. Αν, βεβαίως, δεχθούμε ότι η γλώσσα είναι κύριο στοιχείο της ταυτότητας ενός λαού και βασικό σημείο αναφοράς για την περασμένη, τη σύγχρονη και τη μελλοντική πορεία του. Αν δεχθούμε την αρχή του Austin ότι γλώσσα σημαίνει πράξη. Αν στοιχίσουμε στη διακήρυξη του Wittgenstein ότι ο κόσμος μας είναι η γλώσσα μας. Αν συμφωνήσουμε με τον Barthes ότι ο κόσμος μας είναι ένας κόσμος κειμένων προφορικών και γραπτών. Κοντολογίς, αν δούμε τη γλώσσα στις πραγματικές της διαστάσεις ως εκδήλωση της σκέψης, του πολιτισμού, της ιστορίας και της όλης υπόστασης ενός λαού.
Για να μη πελαγοδρομήσουμε στις αμέτρητες πτυχές του θέματος και να μη ξεστρατίσουμε σε μελλοντολογικές εικοτολογίες, κρίνω σκόπιμο να κινηθούμε προς δύο κατευθύνσεις: α) να εκτιμήσουμε, σε πολύ γενικές γραμμές, τι σημαντικό συντελέστηκε στη γλώσσα μας τον αιώνα που φεύγει, και β) να εκτιμήσουμε τι μπορεί να γίνει για την Ελληνική στον αιώνα που έρχεται. Ας μη ξεχνάμε μόνο ότι στη γλώσσα όπως και στην πολιτική κάθε μελλοντολογικού τύπου πρόβλεψη είναι σχεδόν αδύνατη. Οι γλωσσικές προφητείες είναι άκρως επισφαλείς και μόνο λογικές υποθέσεις
επιτρέπεται να διατυπωθούν.
Η Ελληνική τον 20ό αιώνα
Από τους 20 αιώνες που διένυσε ο Ελληνισμός με τη γλωσσική διμορφία της Ελληνικής, τη διάσχισή της δηλ. στη μορφή του προφορικού λόγου (που απετέλεσε τη γνήσια συνέχεια και εξέλιξη της αρχαίας γλώσσας, για να καταλήξει στη γνωστή δημοτική) και στη μορφή του γραπτού λόγου (που ξεκίνησε ως τεχνητή αττικιστική μίμηση, για να καταλήξει στην επί αιώνες κυρίαρχη «επίσημη» γλώσσα, τη μετέπειτα γνωστή ως λόγια ή καθαρεύουσα), ο τελευταίος αιώνας, ο 20ός, επέπρωτο να γωρίσει την επίσημη λύση του γλωσσικού και τον τερματισμό μιας εκκρεμότητας είκοσι αιώνων. Κι αυτό όχι μόνο με την απόφαση της Κυβερνήσεως Καραμανλή του 1976 που καθόλου δεν πρέπει να υποτιμήσει κανείς τη σημασία της , αλλά κυρίως με την ωρίμαση του θέματος στις συνειδήσεις των περισσοτέρων Ελλήνων, οι οποίοι είχαν μέσα τους πεισθεί για την ανάγκη επισημοποίησης (και στον γραπτό λόγο) της Νεοελληνικής, της γλωσσικής μορφής που μιλούσαν σχεδόν όλοι στην επικοινωνία τους. Αυτή τη σύνθετη μορφή γλώσσας, τη Νεοελληνική, που είχε ως βάση και κορμό τη μητροδίδακτη δημοτική γλώσσα και ως οργανικό συμπλήρωμα, από τη συνύπαρξη και συν-έκφραση αιώνων, στοιχεία από τη λόγια (γραπτή) παράδοση, ανεγνώρισε ως επίσημη γλώσσα η Πολιτεία την τρίτη δεκαετία πριν από το τέλος του 20ού αιώνα. Αυτή η ιστορική απόφαση από την πλευρά της Πολιτείας και αυτή η ιστορική εξέλιξη και ωρίμαση από την πλευρά της ίδιας της γλώσσας, δηλ. των ομιλητών της Ελληνικής, σφραγίζει ιστορικά τον αιώνα που φεύγει, γιατί ουσιαστικά δίνει τέλος σ' ένα μείζονος σημασίας όσο και οξύ εθνικό, κοινωνικό και πνευματικό ζήτημα.
επιτρέπεται να διατυπωθούν.
Η Ελληνική τον 20ό αιώνα
Από τους 20 αιώνες που διένυσε ο Ελληνισμός με τη γλωσσική διμορφία της Ελληνικής, τη διάσχισή της δηλ. στη μορφή του προφορικού λόγου (που απετέλεσε τη γνήσια συνέχεια και εξέλιξη της αρχαίας γλώσσας, για να καταλήξει στη γνωστή δημοτική) και στη μορφή του γραπτού λόγου (που ξεκίνησε ως τεχνητή αττικιστική μίμηση, για να καταλήξει στην επί αιώνες κυρίαρχη «επίσημη» γλώσσα, τη μετέπειτα γνωστή ως λόγια ή καθαρεύουσα), ο τελευταίος αιώνας, ο 20ός, επέπρωτο να γωρίσει την επίσημη λύση του γλωσσικού και τον τερματισμό μιας εκκρεμότητας είκοσι αιώνων. Κι αυτό όχι μόνο με την απόφαση της Κυβερνήσεως Καραμανλή του 1976 που καθόλου δεν πρέπει να υποτιμήσει κανείς τη σημασία της , αλλά κυρίως με την ωρίμαση του θέματος στις συνειδήσεις των περισσοτέρων Ελλήνων, οι οποίοι είχαν μέσα τους πεισθεί για την ανάγκη επισημοποίησης (και στον γραπτό λόγο) της Νεοελληνικής, της γλωσσικής μορφής που μιλούσαν σχεδόν όλοι στην επικοινωνία τους. Αυτή τη σύνθετη μορφή γλώσσας, τη Νεοελληνική, που είχε ως βάση και κορμό τη μητροδίδακτη δημοτική γλώσσα και ως οργανικό συμπλήρωμα, από τη συνύπαρξη και συν-έκφραση αιώνων, στοιχεία από τη λόγια (γραπτή) παράδοση, ανεγνώρισε ως επίσημη γλώσσα η Πολιτεία την τρίτη δεκαετία πριν από το τέλος του 20ού αιώνα. Αυτή η ιστορική απόφαση από την πλευρά της Πολιτείας και αυτή η ιστορική εξέλιξη και ωρίμαση από την πλευρά της ίδιας της γλώσσας, δηλ. των ομιλητών της Ελληνικής, σφραγίζει ιστορικά τον αιώνα που φεύγει, γιατί ουσιαστικά δίνει τέλος σ' ένα μείζονος σημασίας όσο και οξύ εθνικό, κοινωνικό και πνευματικό ζήτημα.
Το γλωσσικό ζήτημα λειτούργησε διττά στα πνευματικά μας πράγματα: α) αρνητικά· προκάλεσε τον «Γλωσσικό Εμφύλιο» που δίχασε τους Ελληνες, ιδίως τους διανοουμένους, ολόκληρο σχεδόν τον 20ό αιώνα (αφού διχογνωμίες και συγκρούσεις γλωσσικές υπήρξαν και μετά την επισημοποίηση της δημοτικής το 1976), ενώ συγχρόνως απορρόφησε ή έστρεψε προς άλλη κατεύθυνση την επιστημονική δραστηριότητα πολλών λογίων και γλωσσολόγων, οι οποίοι θα μπορούσαν να έχουν αξιοποιήσει επωφελέστερα για τη χώρα μας τις πνευματικές και επιστημονικές τους δυνάμεις (εννοώ γλωσσολόγους όπως ο Χατζιδάκις, ο Ψυχάρης ή ο Τριανταφυλλίδης, επιστήμονες όπως ο Ιωάννης Κακριδής, αλλά και άλλους όπως ο Δελμούζος, ο Γληνός, ακόμη και ο πολύς Μιστριώτης)· β) θετικά· υπήρξε αιτία για τους Ελληνες ως λαό να σκεφθούν και να ασχοληθούν περισσότερο με τη γλώσσα, αποκτώντας μια σπάνια ευαισθησία και μια αξιοπρόσεκτη εγρήγορση για τα γλωσσικά θέματα. Ο Γερμανός, ο Αγγλος, ο Ολλανδός ή ο Ιταλός λ.χ. δεν θα ενδιαφερθεί τόσο για τη γλώσσα του όσο ο Ελληνας, κι από κοντά ο Βέλγος και ο Ελβετός οι τελευταίοι δεν έχουν, βεβαίως, πρόβλημα γλωσσικής διμορφίας (diglossia), αλλά πραγματικής διγλωσσίας (bilingualism) και τριγλωσσίας ακόμη!
Αν σκεφθεί κανείς ότι σε μιαν άλλη χρονική καμπή, αυτήν από τον 19ο στον 20ό αιώνα, χύθηκε αίμα για τη γλώσσα από συγκρούσεις με διαδηλωτές στους δρόμους της Αθήνας (Ευαγγελιακά 1901, Ορεστειακά 1903). Αν σκεφθεί κανείς τις επιθέσεις που δέχτηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος από δημοτικιστές, όταν στο Σύνταγμα του 1911 καθιέρωνε νομοθετικά (για πρώτη φορά) την καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα αλλά και τις επιθέσεις που δέχτηκε ο ίδιος πάλι από καθαρευουσιάνους, όταν το 1917 εισήγαγε τη διδασκαλία της δημοτικής σε τάξεις του δημοτικού σχολείου (Εκπαιδευτικός δημοτικισμός, Τριανταφυλλίδης, Δελμούζος, Γληνός). Αν σκεφθεί κανείς ότι δεν υπάρχει γλωσσολόγος, φιλόλογος, λογοτέχνης ή λόγιος τον 20ό αιώνα, που να μην έγραψε ή μίλησε έστω μία φορά για το γλωσσικό (δεν είμαστε άλλωστε λίγοι όσοι ακόμη γράφουμε ή μιλούμε σε άλλους βεβαίως τόνους, για άλλα θέματα και με άλλο πνεύμα πάλι για τη γλώσσα! ). Αν εξετάσει κανείς την τεράστια βιβλιογραφία που έχει αναπτυχθεί τον 20ό αιώνα για το θέμα της γλώσσας (αρκεί να δει μόνο τι έχει δημοσιευθεί στον Τύπο, ημερήσιο και περιοδικό). Αν αναζητήσει τους Συλλόγους, τους Ομίλους και τα κινήματα που έχουν γίνει με θέμα τη στήριξη ή υπεράσπιση ή προστασία ή διαφύλαξη κ.λπ. της γλώσσας. Αν σκεφθεί ότι καθαρεύουσα και δημοτική στην Εκπαίδευση ήταν (μέχρι το 1976) ζήτημα πολιτικό («προοδευτικές» κυβερνήσεις υποστήριζαν τη δημοτική και «συντηρητικές» την καθαρεύουσα, με «σφήνα» τον Μεταξά που, μολονότι δικτάτορας, συγκρότησε Επιτροπή από επιστήμονες που δεν ασπάζονταν τις απόψεις του η οποία συνέταξε την πρώτη γραμματική της δημοτικής γλώσσας). Αν, αν, αν..., τότε συνειδητοποιεί κανείς ότι στην ιστορία των πνευματικών και κοινωνικών πραγμάτων της χώρας ο 20ός αιώνας θα χαρακτηρίζεται από τον ιστορικό του μέλλοντος ως ο αιώνας που λύθηκε το γλωσσικό ζήτημα και επισημοποιήθηκε στην Ελλάδα η νεοελληνική/δημοτική γλώσσα ή, αλλιώς, ως ο αιώνας κατά τον οποίο εξέλιπε οριστικά η γλωσσική διάσχιση της Ελληνικής, που ξεκίνησε ήδη στον αρχαίο κόσμο με το κίνημα των Αττικιστών (1ος αι. π.Χ.).
Φυσικά, όπως αναμενόταν, η επισημοποίηση της δημοτικής και η ανάδειξή της από γλώσσα της τέχνης του λόγου, της διαμαρτυρίας και της αμφισβήτησης σε γλώσσα της εξουσίας (διοίκησης, Εκπαίδευσης, επιστήμης, Τύπου κ.λπ.), χωρίς να έχει προηγηθεί η απαιτούμενη προεργασία (συγγραφή σύγχρονων έργων γραμματικής και σύνταξης, λεξικών, κατάλληλων διδακτικών βιβλίων κ.λπ.), ήταν επόμενο να προκαλέσει, τη δεκαετία 1976-1986, τεράστιες δυσκολίες στην ευρύτερη χρήση της δημοτικής γλώσσας. Τότε έγραψα ότι «λύσαμε το γλωσσικό ζήτημα και βρεθήκαμε μ' ένα μείζον γλωσσικό πρόβλημα», το πρόβλημα της ποιότητας της Νεοελληνικής που γράφαμε και μιλούσαμε τότε. Επρόκειτο για μια κατάσταση η οποία ανησύχησε και προκάλεσε τις διαμαρτυρίες πολλών, μαζί και γνωστών δημοτικιστών, οι οποίοι χωρίς να υποστηρίζουν, φυσικά, την καθαρεύουσα κατήγγειλαν τον απαράδεκτο (ως νοοτροπία και πρακτική) τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούσαν (κακομεταχειρίζονταν, για την ακρίβεια) τη δημοτική. Οι ανησυχίες, οι διαμαρτυρίες και η καλόπιστη κριτική από τη μια, η στήριξη από την άλλη της δημοτικής στο Σχολείο με διδακτικά βιβλία που παρά τις σοβαρές αδυναμίες τους βοήθησαν τους μαθητές (κι αυτό υπήρξε μια σημαντική προσφορά του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου), μαζί με τη βαθμιαία δημιουργία χρήσιμων υποστηρικτικών βιβλίων και, πάνω απ' όλα, μαζί με την πείρα που σιγά-σιγά απέκτησαν οι χρήστες της γραπτής (δημοτικής) γλώσσας, όλα αυτά μαζί συνετέλεσαν στο να υποχωρήσει βαθμιαία η κακομεταχείριση της γλώσσας που παρατηρήθηκε στις αρχές της επισημοποίησής της (φωτεινές νησίδες υποδειγματικής χρήσης δεν έλειψαν ακόμη και τότε, και βεβαίως δεν αναφερόμαστε εδώ στη χρήση της δημοτικής που γινόταν πάντα από παλαιούς, ικανούς και έμπειρους δημοτικιστές, αλλά στον πολύ κόσμο, στον καθημερινό χρήστη της γλώσσας). Σήμερα, μετά από 20 και πλέον χρόνια, στο «2000 παρά 2», είναι αναμφισβήτητο ότι η χρήση της δημοτικής, τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο, δεν έχει καμία σχέση με την τότε κατάσταση. Πολλοί Ελληνες σήμερα, και μάλιστα νεότερης ηλικίας άτομα, μιλούν και γράφουν πολύ καλά Ελληνικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι εξέλιπε γενικότερα το πρόβλημα της ποιότητας της γλώσσας, του επιπέδου της γλώσσας που παράγουμε, διαβάζουμε και ακούμε γύρω μας, πρόβλημα που συναρτάται και με το γενικότερο επίπεδο της παιδείας στον τόπο μας. Ωστόσο, είναι ενθαρρυντικό ότι όλο και περισσότερο από περισσότερους ανθρώπους ακούμε και διαβάζουμε καλύτερα Ελληνικά. Καλύτερα, ασυγκρίτως καλύτερα, από τη 10ετία του '70. Οτι έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε, είναι φανερό. Ποιος το αρνείται; Και αυτή ακριβώς μπορεί να είναι η πνευματική πρόκληση, μια από τις κύριες προκλήσεις, που θέτει στον Ελληνα ο 21ος αιώνας.
Η Ελληνική στον 21ο αιώνα
Πώς διαγράφεται, όμως, η μελλοντική εξέλιξη της Ελληνικής στον αιώνα που έρχεται; Είναι αλήθεια ότι η Ελληνική διατρέχει κινδύνους που μπορεί να την οδηγήσουν σε μια κρεολή (μιγαδοποιημένη) μορφή γλώσσας ή ακόμη και σε εξαφάνιση; Ισχύουν τα περί αγλωσσίας των νέων και ο κυμαινόμενος ανάλογα με τους «εκτιμητές» της γλώσσας αριθμός των λέξεων που χρησιμοποιούν οι νέοι από 100 έως 500 και, το πολύ, 1.000 λέξεις; Κινδυνεύει πράγματι να χαθεί η γλώσσα από τη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών; Θα περιθωριοποιηθεί από τις ισχυρές γλώσσες της Κοινότητας; Θα εξαγγλισθεί η Ελληνική μέχρι πλήρους αλλοιώσεως; κ.λπ. κ.λπ. Απ' όσα είπα πιο πάνω είναι φανερό ότι δεν συμμερίζομαι αυτή την κινδυνολογία. Τα πράγματα, η βελτίωση στη χρήση της γλώσσας από τη δεκαετία του '70 στη δεκαετία του '90, επιτρέπουν μια βάσιμη αισιοδοξία για ακόμη μεγαλύτερη βελτίωση στη γλώσσα μας υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Η Ελληνική στον 21ο αιώνα
Πώς διαγράφεται, όμως, η μελλοντική εξέλιξη της Ελληνικής στον αιώνα που έρχεται; Είναι αλήθεια ότι η Ελληνική διατρέχει κινδύνους που μπορεί να την οδηγήσουν σε μια κρεολή (μιγαδοποιημένη) μορφή γλώσσας ή ακόμη και σε εξαφάνιση; Ισχύουν τα περί αγλωσσίας των νέων και ο κυμαινόμενος ανάλογα με τους «εκτιμητές» της γλώσσας αριθμός των λέξεων που χρησιμοποιούν οι νέοι από 100 έως 500 και, το πολύ, 1.000 λέξεις; Κινδυνεύει πράγματι να χαθεί η γλώσσα από τη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών; Θα περιθωριοποιηθεί από τις ισχυρές γλώσσες της Κοινότητας; Θα εξαγγλισθεί η Ελληνική μέχρι πλήρους αλλοιώσεως; κ.λπ. κ.λπ. Απ' όσα είπα πιο πάνω είναι φανερό ότι δεν συμμερίζομαι αυτή την κινδυνολογία. Τα πράγματα, η βελτίωση στη χρήση της γλώσσας από τη δεκαετία του '70 στη δεκαετία του '90, επιτρέπουν μια βάσιμη αισιοδοξία για ακόμη μεγαλύτερη βελτίωση στη γλώσσα μας υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Κατ' αρχάς καμία ζωντανή γλώσσα δεν χάνεται όσο υπάρχουν άνθρωποι που τη μιλούν. Μόνο καταστάσεις στον χώρο της φαντασίας οδηγούν σε τέτοιες «γλωσσικές εξαφανίσεις». Εκείνο που πρέπει να μας ανησυχεί και να μας κρατάει συγχρόνως σε συνεχή εγρήγορση και μέριμνα για τη
γλώσσα μας είναι η ποιότητα των Ελληνικών που χρησιμοποιούμε. Αν πιστέψουμε, όπως επανειλημμένα έχω γράψει στο «Βήμα», ότι η γλώσσα δεν είναι ένα απλό εργαλείο επικοινωνίας αλλά ανθρώπινη αξία που συνδέεται άμεσα με μια βαθύτερη έννοια εντιμότητας στην επικοινωνία, δηλ. με το πόσο ουσιαστικά, πόσο ειλικρινά, πόσο αποκαλυπτικά θέλουμε να συναντήσουμε ο ένας τον άλλο όταν επικοινωνούμε είτε ως δημιουργοί λόγου (ομιλητές) είτε ως αποδέκτες λόγου (ακροατές/αναγνώστες), τότε θα ενδιαφερθούμε περισσότερο ως άτομα και ως κοινωνία να αποκτήσουμε στέρεη γλωσσική παιδεία και να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες επιλογών (στο λεξιλόγιο, στη σύνταξη, στη δόμηση γενικά του λόγου) που μας προσφέρει η γλώσσα. Τότε, από γνώση και ευαισθησία γλωσσική, και την ξένη λέξη θα αποφύγω εκεί που μπορώ να χρησιμοποιήσω μια ελληνική (αφού δεν θα βλέπω τη γλώσσα ως ευκαιρία επίδειξης) και τις πολλαπλές δυνατότητες του ηλεκτρονικού υπολογιστή θα αξιοποιήσω (ποικίλα λεξικά, γλωσσικά βοηθήματα και οδηγίες για τη σύνταξη κειμένου κ.λπ.) και θα προσέξω να μιλήσω και να γράψω καλύτερα τη γλώσσα μου. Γιατί άλλο άγνοια και άλλο βιασύνη και προχειρότητα. Ο νέος που κατηγορούμε για τις 500 λέξεις δεν είναι ο ίδιος αυτός που γράφει μια κανονική έκθεση στο σχολείο, που συναγωνίζεται χιλιάδες άλλων νέων στις εισαγωγικές εξετάσεις ή που εξετάζεται προφορικά σε διάφορα αντικείμενα, χρησιμοποιώντας πολύ περισσότερες, μερικές χιλιάδες εναλλασσομένων λέξεων;
γλώσσα μας είναι η ποιότητα των Ελληνικών που χρησιμοποιούμε. Αν πιστέψουμε, όπως επανειλημμένα έχω γράψει στο «Βήμα», ότι η γλώσσα δεν είναι ένα απλό εργαλείο επικοινωνίας αλλά ανθρώπινη αξία που συνδέεται άμεσα με μια βαθύτερη έννοια εντιμότητας στην επικοινωνία, δηλ. με το πόσο ουσιαστικά, πόσο ειλικρινά, πόσο αποκαλυπτικά θέλουμε να συναντήσουμε ο ένας τον άλλο όταν επικοινωνούμε είτε ως δημιουργοί λόγου (ομιλητές) είτε ως αποδέκτες λόγου (ακροατές/αναγνώστες), τότε θα ενδιαφερθούμε περισσότερο ως άτομα και ως κοινωνία να αποκτήσουμε στέρεη γλωσσική παιδεία και να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες επιλογών (στο λεξιλόγιο, στη σύνταξη, στη δόμηση γενικά του λόγου) που μας προσφέρει η γλώσσα. Τότε, από γνώση και ευαισθησία γλωσσική, και την ξένη λέξη θα αποφύγω εκεί που μπορώ να χρησιμοποιήσω μια ελληνική (αφού δεν θα βλέπω τη γλώσσα ως ευκαιρία επίδειξης) και τις πολλαπλές δυνατότητες του ηλεκτρονικού υπολογιστή θα αξιοποιήσω (ποικίλα λεξικά, γλωσσικά βοηθήματα και οδηγίες για τη σύνταξη κειμένου κ.λπ.) και θα προσέξω να μιλήσω και να γράψω καλύτερα τη γλώσσα μου. Γιατί άλλο άγνοια και άλλο βιασύνη και προχειρότητα. Ο νέος που κατηγορούμε για τις 500 λέξεις δεν είναι ο ίδιος αυτός που γράφει μια κανονική έκθεση στο σχολείο, που συναγωνίζεται χιλιάδες άλλων νέων στις εισαγωγικές εξετάσεις ή που εξετάζεται προφορικά σε διάφορα αντικείμενα, χρησιμοποιώντας πολύ περισσότερες, μερικές χιλιάδες εναλλασσομένων λέξεων;
Από αλλού θα έπρεπε, λοιπόν, να ξεκινήσουμε και άλλο να είναι το μέλημά μας για τη γλώσσα στον 21ο αιώνα. Οσο καλύτερα γνωρίζει κανείς τη γλώσσα του τόσο λιγότερο κινδυνεύει από ξένες επιρροές, από αδυναμίες και από όποια έννοια γλωσσικής εξασθένησης ή ατονίας. Αυτό σημαίνει
πως πρέπει πρώτα-πρώτα να αρχίσουμε από τα παιδιά που πρέπει να τα κάνουμε να αγαπήσουν τη γλώσσα. Να διαβάσουν κείμενα: εξωγλωσσικά βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά, ποικιλία κειμένων με προσεγμένο λόγο. Να διδάξουμε πιο σωστά και πιο αποτελεσματικά, δηλ. επικοινωνιακά, τη γλώσσα στο σχολείο, τη γραπτή αλλά και την πάντοτε παραμελημένη προφορική. Να διδάξουμε παράλληλα και συμπληρωματικά τη διαχρονική διάσταση της Ελληνικής, τα «παλιότερα Ελληνικά» μας, και να δώσουμε έμφαση κατά τη διδασκαλία στην ετυμολογική πλευρά του λεξιλογίου (βασικές ρίζες-σημασίες, οικογένειες λέξεων) και στην επαφή των παιδιών με κείμενα. Να αξιοποιήσουμε τις εκπληκτικές δυνατότητες που προσφέρουν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές με τη σύνταξη έξυπνων, προσεγμένων, έγκυρων, ποιοτικών προγραμμάτων γλώσσας, διευκολύνοντας την πρόσβαση όλων σ' αυτά. Η εξ αποστάσεως παιδεία για μεγάλους και μικρούς με προγράμματα γλώσσας, τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει κανένας σπίτι του όποτε και όσο θέλει, προγράμματα ελκυστικά με αξιοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας των πολυμέσων (κειμένου, ήχου, εικόνας), είναι ένα άλλο όπλο που μπορεί να αξιοποιηθεί, αφού ο 21ος αιώνας είναι φανερό ότι θα είναι ο αιώνας της πληροφορικής.
πως πρέπει πρώτα-πρώτα να αρχίσουμε από τα παιδιά που πρέπει να τα κάνουμε να αγαπήσουν τη γλώσσα. Να διαβάσουν κείμενα: εξωγλωσσικά βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά, ποικιλία κειμένων με προσεγμένο λόγο. Να διδάξουμε πιο σωστά και πιο αποτελεσματικά, δηλ. επικοινωνιακά, τη γλώσσα στο σχολείο, τη γραπτή αλλά και την πάντοτε παραμελημένη προφορική. Να διδάξουμε παράλληλα και συμπληρωματικά τη διαχρονική διάσταση της Ελληνικής, τα «παλιότερα Ελληνικά» μας, και να δώσουμε έμφαση κατά τη διδασκαλία στην ετυμολογική πλευρά του λεξιλογίου (βασικές ρίζες-σημασίες, οικογένειες λέξεων) και στην επαφή των παιδιών με κείμενα. Να αξιοποιήσουμε τις εκπληκτικές δυνατότητες που προσφέρουν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές με τη σύνταξη έξυπνων, προσεγμένων, έγκυρων, ποιοτικών προγραμμάτων γλώσσας, διευκολύνοντας την πρόσβαση όλων σ' αυτά. Η εξ αποστάσεως παιδεία για μεγάλους και μικρούς με προγράμματα γλώσσας, τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει κανένας σπίτι του όποτε και όσο θέλει, προγράμματα ελκυστικά με αξιοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας των πολυμέσων (κειμένου, ήχου, εικόνας), είναι ένα άλλο όπλο που μπορεί να αξιοποιηθεί, αφού ο 21ος αιώνας είναι φανερό ότι θα είναι ο αιώνας της πληροφορικής.
Η σύγχρονη Ελληνική αναπτύσσεται ραγδαία στις μέρες μας, και στα χρόνια που θα ακολουθήσουν ακόμη περισσότερο. «Τρέχει» ιλιγγιωδώς ανυποστήρικτη κατά κανόνα και αγωνιά να δηλώσει τις εκατοντάδες όρων και λέξεων που επιβάλλουν η σύγχρονη τεχνολογία, οι ασύλληπτοι ρυθμοί εξέλιξης των επιστημών και οι πολλαπλές επινοήσεις που μπαίνουν καθημερινά στη ζωή μας. Η «κοινοτική Ελληνική», οι χιλιάδες μεταφρασμένων κοινοτικών κειμένων και οι ποταμοί πληροφοριών που μεταφέρονται μέσα από αυτά διαμορφώνουν κι αυτά νέα κατάσταση στη γλώσσα μας. Αφού η Ελλάδα δεν είναι παραγωγός τεχνολογίας και αφού δεν βρίσκεται στην πρωτοπορία των επιστημών, είναι υποχρεωμένη να παρακολουθεί εκ των υστέρων και να προσπαθεί να δηλώσει ελληνικά όρους και λέξεις που πρωτοεμφανίζονται σε ξένες γλώσσες, ιδίως στην Αγγλική. Πόσο σωστά, αποτελεσματικά και μακροπρόθεσμα έχουμε οργανώσει την κάλυψη των νέων αυτών γλωσσικών αναγκών, που τον 21ο αιώνα θα πολλαπλασιάζονται όλο και περισσότερο; Υπάρχει οργανωμένος φορέας (κουραστήκαμε να το φωνάζουμε) που να αντιμετωπίζει συνολικά, υπεύθυνα και συστηματικά τις ανάγκες απόδοσης των ξένων όρων και λέξεων; Οχι. Ολα γίνονται εκτός ελαχίστων χώρων αποσπασματικά και εκ των ενόντων. Κι όμως δεν υπάρχει πιο άμεση ανάγκη και καλύτερη άμυνα της γλώσσας μας στους ξενισμούς από τη θέσπιση ενός τέτοιου φορέα.
Η ευχάριστη εξαιρετικά παρήγορη πλευρά είναι ότι τα τελευταία χρόνια άρχισαν να βλέπουν το φως αξιόλογα έργα για τη γλώσσα μας: Λεξικά, Γραμματικές, Βοηθήματα. Η γλωσσική επιστήμη στην Ελλάδα το έχω ξαναγράψει από «Το Βήμα» έχει σημειώσει θεαματική πρόοδο και υπόσχεται πολλά στον χώρο της επιστημονικής σπουδής της ελληνικής γλώσσας, έστω κι αν λείπουν ακόμη οι απαραίτητες για τη σύγχρονη επιστημονική σπουδή της γλώσσας «ηλεκτρονικές τράπεζες γλωσσικών δεδομένων» (γλωσσικά corpora). Ευτυχώς, είναι πολλοί αυτοί που έχουν γνώση των προβλημάτων και των αναγκών της γλώσσας μας και που πιέζουν για να λυθούν. Και οι λύσεις θα έλθουν, έστω κι αν αργήσουν. Ηδη έχουν γίνει πολλά. Πολλά που επιτρέπουν αισιοδοξία για το επίπεδο της επιστημονικής μελέτης, της διδασκαλίας και της ανάπτυξης της ελληνικής γλώσσας στον επί θύραις 21ο αιώνα.
Και τι θα γίνει με το μονοτονικό; Ακούω να ξεφυτρώνει η ερώτηση γνήσια και «εκ βαθέων» γι' αυτόν που την θέτει. Με όσα είπα είναι η απάντηση προσπάθησα να δείξω ότι άλλα είναι τα μείζονα και πραγματικά προβλήματα της γλώσσας μας, αν μιλάμε για την εξασφάλιση μιας ποιοτικής ελληνικής γλώσσας και για όρους επιβίωσης και ανάπτυξης της Ελληνικής στον 21ο αιώνα. Το πολυτονικό θα στενοχωρήσω πολλούς δεν γυρίζει πίσω. Οσο σκληρή είναι αυτή η διαπίστωση, άλλο τόσο αναγκαίος, αυτονόητος και προϊόν ελευθερίας απαραίτητης σε λεπτά πνευματικά θέματα είναι ο σεβασμός του δικαιώματος αρκετών Ελλήνων να χρησιμοποιούν στη γραπτή τους έκφραση το πολυτονικό. Αξίζει και πρέπει να σεβαστεί κανείς αυτή την επιλογή, που έχει ιδιαίτερη συχνότητα στην ευαισθησία και την «αισθητική της γραφής» που νιώθουν αρκετοί άνθρωποι, περισσότερο λογοτέχνες και λόγιοι, δεμένοι με την αισθητική των τόνων. Η ενημέρωση και διδασκαλία στο σχολείο της χρήσης των τόνων σε λόγια και αρχαία κείμενα είναι απαραίτητη. Η καθολική επιστροφή στο πολυτονικό είναι εξωπραγματική, όσο κι αν απαιτείται βελτίωση του εν χρήσει μονοτονικού συστήματος.
Ο Σεφέρης γράφει κάπου ότι η ελληνική γλώσσα «για καλό ή για κακό είναι από τις πιο συντηρητικές γλώσσες του κόσμου». Ενώ βυθίζεται στα βάθη 40 αιώνων, προσθέτουμε εμείς, η σύγχρονη Ελληνική έχει μια ευρύτερα αναγνωρισμένη συνέχεια και συνοχή, μια στενή λεξιλογική και δομική σχέση με τις παλιότερες ιστορικές μορφές της, ακόμη και με την αρχαία Ελληνική. Αυτό σημαίνει επιβεβαιώνεται ιστορικά ότι η Ελληνική 40 αιώνες τώρα χωρίς διακοπή και επιβιώνει και εξελίσσεται δυναμικά και λειτουργεί αυτόνομα όπως κάθε άλλη ζωντανή γλώσσα. Το γεγονός αυτό είναι και η πιο αντικειμενική απάντηση στο ερώτημα ποια θα είναι η πορεία της Ελληνικής στον 21ο αιώνα.
Ο κ. Γιώργος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας στο Παν. Αθηνών.
από την εφημερίδα "Το Βήμα"
http://abnet.agrino.org/htmls/Z/Z004.html
Η σειρά αναρτήσεων με
θέμα ¨ Ἡ Ἑλληνική Γλῶσσα¨, περιλαμβάνει τα παρακάτω
μέρη:
Μέρος
8ο (τελευταίο):
Σύνοψη αναρτήσεων - Σκέψεις - Προτάσεις (υπό έκδοση)
Σύνθεση ΠΑΖΛ καί ἐπιμέλεια παρουσίασης:
Εὐάγγελος ὁ Σάμιος
Προσοχή
Για ανάγνωση επιλέγεις ¨ ΠΛΗΡΗΣ ΟΘΟΝΗ¨ και το διαβάζεις τόσο άνετα, σαν να είναι σε μορφή pdf.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου